Ποιές ποινές προβλέπει το νομοσχέδιο

1. Οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται σε φοιτητή, αν διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα, είναι οι εξής:

α) έγγραφη επίπληξη,

β) απαγόρευση συμμετοχής σε εξετάσεις ενός ή περισσοτέρων μαθημάτων, για μία ή περισσότερες εξεταστικές περιόδους,

γ) προσωρινή ή μόνιμη απαγόρευση χρήσης εξοπλισμού ή εγκαταστάσεων του ιδρύματος,

δ) προσωρινή αναστολή της φοιτητικής ιδιότητας από έναν (1) έως είκοσι τέσσερις (24) μήνες και
ε) οριστική διαγραφή.

2. Η προσωρινή αναστολή της φοιτητικής ιδιότητας επιφέρει την αναστολή της ισχύος του δελτίου ειδικού εισιτηρίου και την αντίστοιχου χρόνου αποστέρηση των δικαιωμάτων που η ιδιότητα αυτή συνεπάγεται, όπως της συμμετοχής στις εξετάσεις, της λήψης διδακτικών συγγραμμάτων και της λήψης υποστηρικτικού χαρακτήρα χρηματικών ή άλλων παροχών από το ίδρυμα.

Ποινή αναστολής της φοιτητικής ιδιότητας άνω των έξι (6) μηνών συνεπάγεται και τη στέρηση του δικαιώματος χρήσης των χώρων και υποδομών του ιδρύματος, καθώς και του δικαιώματος διαμονής στις φοιτητικές εστίες του Α.Ε.Ι. κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα.

3. Για τα πειθαρχικά παραπτώματα της παρ. 2 του άρθρου 23 μπορεί να επιβληθεί οποιαδήποτε από τις αναφερόμενες στην παρ. 1 του παρόντος ποινές με εξαίρεση την ποινή της οριστικής διαγραφής, η οποία μπορεί να επιβληθεί αποκλειστικά για τα πειθαρχικά παραπτώματα των περ. γ΄, δ΄, η΄ και θ΄ της παρ. 2 του άρθρου 23.

4. Η πειθαρχική ευθύνη λήγει με την απώλεια της φοιτητικής ιδιότητας. Η πειθαρχική διαδικασία παύει, εφόσον ο πειθαρχικά διωκόμενος απωλέσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη φοιτητική ιδιότητα.

1. Πειθαρχικά όργανα είναι ο πρύτανης, ο αρμόδιος αντιπρύτανης, ο πρόεδρος του τμήματος, ο κοσμήτορας της σχολής σε περιπτώσεις μονοτμηματικών σχολών, οι αναπληρωτές τους και το Πειθαρχικό Συμβούλιο Φοιτητών.

2. Ο πρόεδρος του τμήματος και ο κοσμήτορας της σχολής σε περιπτώσεις μονοτμηματικών σχολών είναι
αρμόδιοι και για την επιβολή των πειθαρχικών ποινών της έγγραφης επίπληξης και του αποκλεισμού από τη
συμμετοχή στις εξετάσεις ενός (1) ή περισσότερων μαθημάτων σε μία (1) εξεταστική περίοδο. Οι ίδιες ποινές επιβάλλονται και από τον πρύτανη ή τον αρμόδιο ανά περίπτωση αντιπρύτανη ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, αν
λάβουν γνώση ή έχουν σοβαρές ενδείξεις για την τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος και δεν έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη από τον πρόεδρο του τμήματος ή τον κοσμήτορα της σχολής. Εφόσον η βαρύτητα του παραπτώματος δικαιολογεί την επιβολή βαρύτερης ποινής, τα όργανα των προηγούμενων εδαφίων παραπέμπουν την υπόθεση στο Πειθαρχικό Συμβούλιο Φοιτητών, το οποίο έχει την αρμοδιότητα για την επιβολή και κάθε
άλλης πειθαρχικής ποινής.

3. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο Φοιτητών αποτελείται από:

α) τον αρμόδιο για τα ακαδημαϊκά θέματα αντιπρύτανη, ως πρόεδρο, με αναπληρωτή του τον αρμόδιο για
τα διοικητικά θέματα αντιπρύτανη,

β) το αρχαιότερο μέλος της κοσμητείας, με αναπληρωτή του το αμέσως νεότερο μέλος της,

γ) δύο μέλη Δ.Ε.Π. του τμήματος με τους αναπληρωτές τους,
δ) έναν εκπρόσωπο των φοιτητών με τον αναπληρωτή
του.

4. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο Φοιτητών συγκροτείται με απόφαση του πρύτανη για θητεία δύο (2) ετών, με εξαίρεση τον εκπρόσωπο των φοιτητών και τον αναπληρωτή του, οι οποίοι ορίζονται για θητεία ενός (1) έτους.

Ο εκπρόσωπος των φοιτητών και ο αναπληρωτής του αναδεικνύονται με μυστική ψηφοφορία με ηλεκτρονικά μέσα από το σύνολο των φοιτητών του ιδρύματος, με ανάλογη εφαρμογή της διαδικασίας ανάδειξης εκπροσώπου των φοιτητών στη σύγκλητο. Αν δεν αναδειχθεί ή απουσιάζει ο εκπρόσωπος των φοιτητών, το πειθαρχικό συμβούλιο συγκροτείται, λειτουργεί, συνεδριάζει και λαμβάνει νομίμως αποφάσεις χωρίς τη συμμετοχή
του. Χρέη γραμματέα εκτελεί μόνιμος διοικητικός υπάλληλος του ιδρύματος, ο οποίος ορίζεται με την πράξη
συγκρότησης.

5. Η δίωξη και τιμωρία των πειθαρχικών παραπτωμάτων αποτελεί καθήκον των πειθαρχικών οργάνων.

Πειθαρχική δίωξη και διαδικασία

1. Η πειθαρχική δίωξη εις βάρος φοιτητή ασκείται από τον πρόεδρο του οικείου τμήματος ή από τον κοσμήτορα
της σχολής σε περιπτώσεις μονοτμηματικών σχολών. Δύναται να ασκηθεί και από τον πρύτανη ή τον αρμόδιο
αντιπρύτανη ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, αν λάβουν γνώση ή έχουν σοβαρές ενδείξεις για την τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος και δεν έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη από τον πρόεδρο του τμήματος ή τον κοσμήτορα της σχολής.

2. Η πειθαρχική δίωξη φοιτητή αρχίζει είτε με την έγγραφη κλήση σε προηγούμενη ακρόαση (απολογία)
του πειθαρχικώς διωκόμενου ενώπιον του αρμόδιου μονομελούς πειθαρχικού οργάνου είτε με την παραπομπή του στο πειθαρχικό συμβούλιο, το οποίο τον καλεί σε απολογία υποχρεωτικώς μετά την ολοκλήρωση της πειθαρχικής ανάκρισης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 27.

Η κλήση σε απολογία γίνεται εγγράφως. Στο έγγραφο κλήσης και στο παραπεμπτήριο έγγραφο, το
οποίο κοινοποιείται στον πειθαρχικώς διωκόμενο, περιγράφονται με σαφή και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το πειθαρχικό παράπτωμα και παρατίθενται οι διατάξεις που το τυποποιούν, καθώς
και οι προβλεπόμενες γι’ αυτό ποινές. Στα ίδια έγγραφα γίνεται αναφορά και στο σχετικό αποδεικτικό υλικό, στο οποίο ο πειθαρχικώς διωκόμενος έχει πρόσβαση είτε με επισκόπησή του είτε με χορήγηση αντιγράφων. Η
τασσόμενη προθεσμία για απολογία είναι εύλογη και, πάντως, δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δεκαπέντε
(15) ημερών.

3. Μετά το πέρας της ανάκρισης του άρθρου 27 και πριν από την έκδοση απόφασης, το Πειθαρχικό Συμβούλιο των Φοιτητών καλεί εκ νέου τον φοιτητή σε ακρόαση, παρέχοντάς του εύλογο χρόνο, ο οποίος δεν μπορεί να
είναι μικρότερος των πέντε (5) ημερών, για την προετοιμασία της υπεράσπισής του. Ο φοιτητής έχει δικαίωμα
να παρίσταται με συνήγορο και να προτείνει μάρτυρες υπεράσπισης.

Αν ο φοιτητής δεν κατανοεί την ελληνική γλώσσα, λαμβάνεται μέριμνα για τη μετάφραση των
σημαντικότερων εγγράφων της διαδικασίας σε γλώσσα που κατανοεί και για την παροχή σε αυτόν διερμηνέα.

4. Δεύτερη πειθαρχική δίωξη για το ίδιο παράπτωμα είναι απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου ή εκκρεμοδικίας.


1. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο Φοιτητών διεξάγει υποχρεωτικά πειθαρχική ανάκριση. Κατ` εξαίρεση δεν είναι
υποχρεωτική η ανάκριση όταν:

α) τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος προκύπτουν από τον φάκελο κατά τρόπο αναμφισβήτητο,

β) ο φοιτητής ομολογεί με την απολογία του κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτησης ότι διέπραξε το
πειθαρχικό παράπτωμα,

γ) έχει προηγηθεί ανάκριση ή προανάκριση σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για ποινικό αδίκημα
που αποτελεί και πειθαρχικό παράπτωμα,

δ) έχει διενεργηθεί, πριν την έκδοση του παραπεμπτηρίου εγγράφου, ένορκη διοικητική εξέταση (Ε.Δ.Ε.) ή άλλη ένορκη εξέταση κατά την οποία διαπιστώθηκε διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από
συγκεκριμένο φοιτητή.

Το ίδιο ισχύει όταν η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος προκύπτει από έκθεση
δικαστικού οργάνου ή άλλου ελεγκτικού οργάνου της διοίκησης.

2. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο Φοιτητών ζητά από τον κοσμήτορα της σχολής ή τον πρόεδρο του τμήματος,
να ορίσει μέλος Δ.Ε.Π. για τη διεξαγωγή της πειθαρχικής ανάκρισης, η οποία περατώνεται εντός μηνός από την
κοινοποίηση της απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου Φοιτητών περί διεξαγωγής πειθαρχικής ανάκρισης.Εκείνος που διενεργεί την πειθαρχική ανάκριση μπορεί να ζητήσει, με αιτιολογημένη αίτησή του, παράταση της προθεσμίας αυτής. Η παράταση αυτή δεν υπερβαίνει τον
ένα (1) μήνα.

Η πειθαρχική ανάκριση μπορεί να επεκταθεί στην έρευνα και άλλων παραπτωμάτων του ίδιου φοιτητή, εφόσον προκύπτουν επαρκή στοιχεία. Καθήκοντα γραμματέα εκτελεί υπάλληλος ο οποίος ορίζεται από εκείνον που διενεργεί την ανάκριση.

3. Ανακριτικές πράξεις είναι:

α) η αυτοψία,

β) η εξέταση μαρτύρων,

γ) η πραγματογνωμοσύνη,

δ) η ανωμοτί εξέταση του διωκομένου.

4. Για την ανακριτική πράξη συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από όσους συνέπραξαν. Αν κάποιος από
τους μάρτυρες είναι αναλφάβητος ή αρνείται να υπογράψει ή βρίσκεται σε φυσική αδυναμία να υπογράψει,

γίνεται σχετική μνεία στην έκθεση.

Άρθρο 28

Ένορκη Διοικητική Εξέταση

Σε περίπτωση που υφίστανται σοβαρές υπόνοιες ή σαφείς ενδείξεις για τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος, χωρίς όμως να είναι γνωστά τα πρόσωπα που ευθύνονται, ο πρόεδρος του τμήματος ή ο κοσμήτορας
σε περίπτωση μονοτμηματικών σχολών, παραγγέλλει Ένορκη Διοικητική Εξέταση (Ε.Δ.Ε.), ορίζοντας ταυτόχρονα το μέλος Δ.Ε.Π. που θα τη διεξαγάγει. Η Ε.Δ.Ε. αποσκοπεί στη συλλογή στοιχείων για τη διαπίστωση
της τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος και τον προσδιορισμό των προσώπων που ευθύνονται, καθώς και στη διερεύνηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες αυτό έχει τελεστεί.

Για τον σκοπό αυτό, ο διενεργών αυτή μπορεί να αποφασίζει, πέραν της εξέτασης μαρτύρων, τη διενέργεια αυτοψίας και πραγματογνωμοσύνης. Η Ε.Δ.Ε. δεν συνιστά έναρξη πειθαρχικής δίωξης και ολοκληρώνεται
εντός μηνός από την παραγγελία της με την υποβολή αιτιολογημένης έκθεσης του διενεργήσαντος. Η έκθεση
υποβάλλεται, με όλα τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, στον διατάξαντα τη διενέργεια της Ε.Δ.Ε..

Άρθρο 29

Αποφάσεις πειθαρχικών οργάνων και τρόπος λήψης τους

1. Το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από την κρίση που περιέχεται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή σε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, μόνο ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία πραγματικών
περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση πειθαρχικού παραπτώματος. Σε κάθε άλλη
περίπτωση η αμετάκλητη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου συνεκτιμάται στην πειθαρχική διαδικασία.

2. Κατά την επιλογή και επιμέτρηση της ποινής συνεκτιμώνται ιδίως: α) η βαρύτητα της πράξης, β) η μορφή και ο βαθμός της υπαιτιότητας, γ) οι συνθήκες τέλεσης,

δ) η δράση βάσει οργανωμένου σχεδίου, ε) αν ο πειθαρχικά διωκόμενος διαδραμάτισε ρόλο ιθύνοντα ή συμμετόχου σε πράξη που τελέστηκε από περισσότερους του ενός.

3. Στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι και τα πραγματικά περιστατικά, που στοιχειοθετούν το πειθαρχικό αδίκημα και δικαιολογούν την κρίση του οργάνου για την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε.

4. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο Φοιτητών λαμβάνει αποφάσεις κατά πλειοψηφία. Στην περίπτωση πειθαρχικής απόφασης περί ενοχής του διωκομένου που έχει ληφθεί κατά πλειοψηφία, όλα τα μέλη του ψηφίζουν για
την ποινή που επιβάλλεται. Λευκή ψήφος ή αποχή από την ψηφοφορία δεν επιτρέπεται. Η ισοψηφία λειτουργεί
υπέρ του διωκομένου.

Άρθρο 30

Παραγραφή πειθαρχικών παραπτωμάτων και ποινών

1. Με την επιφύλαξη της παρ. 4 του άρθρου 24, τα πειθαρχικά παραπτώματα παραγράφονται μετά την παρέλευση πέντε (5) ετών από τον χρόνο τέλεσής τους, εκτός αν αποτελούν και ποινικά αδικήματα, οπότε δεν παραγράφονται πριν τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής που ισχύει για τα τελευταία, καθώς και όσο υπάρχει εκκρεμής διαδικασία ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων.

Η κλήση σε προηγούμενη ακρόαση της παρ. 2 του άρθρου 26 ή η παραπομπή στο πειθαρχικό
συμβούλιο διακόπτουν την παραγραφή. Σε περίπτωση διακοπής, η παραγραφή δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά τα επτά (7) έτη έως την έκδοση της πειθαρχικής απόφασης.

2. Η πειθαρχική δίωξη δεν αναστέλλεται λόγω εκκρεμούς ποινικής διαδικασίας, εκτός αν το πειθαρχικό συμβούλιο αποφασίσει διαφορετικά. Για όσο χρονικό διάστημα αναστέλλεται η πειθαρχική δίωξη σύμφωνα
με το πρώτο εδάφιο, αναστέλλεται και η παραγραφή
του παραπτώματος.

3. Οι πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται σύμφωνα με τον παρόντα νόμο δεν εκτελούνται μετά την παρέλευση τριών ετών από τον χρόνο της αμετάκλητης επιβολής τους.

1. Όποιος εισέρχεται παράνομα σε χώρο δημόσιας υπηρεσίας ή υπηρεσίας οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή επιχείρησης κοινής ωφέλειας ή παραμένει στους χώρους αυτούς παρά τη ρητή εναντίωση της υπηρεσίας που τους χρησιμοποιεί, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη ή χρηματική ποινή.

2. Όποιος, με οποιονδήποτε τρόπο, προκαλεί διακοπή ή σοβαρή διατάραξη της ομαλής λειτουργίας δημόσιας
υπηρεσίας ή υπηρεσίας οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή επιχείρησης κοινής ωφέλειας τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος, χωρίς να διαταράξει την κοινή ειρήνη, εμποδίζει αυθαίρετα ή διαταράσσει σοβαρά τη λειτουργία συλλογικού ή μονοπρόσωπου οργάνου των φορέων του προηγούμενου εδαφίου».

Κατά της απόφασης με την οποία επιβάλλεται οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή της παρ. 1 του άρθρου 24 πλην
της περ. α΄, ο φοιτητής μπορεί να ασκήσει αίτηση ακύρωσης στο διοικητικό εφετείο του τόπου όπου εδρεύει
το Α.Ε.Ι..