Όλοι αυτοί, ενυπόγραφα ή μη, αποσιωπούν το γεγονός ότι η κατάληψη του κτιρίου Διοίκησης του ΑΠΘ, που δυστυχώς ακόμη συνεχίζεται, είναι παράνομη και αδικαιολόγητη. Την υποβαθμίζουν σε «απόπειρα κατάληψης», ή την προβάλλουν ως αποδεκτή μέθοδο «διαμαρτυρίας», και αναζητούν αλλού ευθύνες για τα επεισόδια.

Και το κάνουν αφού η Σύγκλητος του ΑΠΘ ομόφωνα κάλυψε πλήρως, ως αυτονόητη, την ενημέρωση των αρχών από την πρυτανεία, ζήτησε τη λήξη της κατάληψης και την καταδίκασε, όπως καταδίκασε και τα θλιβερά επεισόδια και την υπέρμετρη αστυνομική βία.

Με τον τρόπο αυτό προσφέρουν την αλληλεγγύη τους και πλήρη πολιτική κάλυψη στην κατάληψη, υποδαυλίζουν την ένταση και δημιουργούν διχαστικό κλίμα στην πανεπιστημιακή κοινότητα, και καθίστανται ηθικοί αυτουργοί για καταστάσεις εκτός ελέγχου, που μπορεί εύκολα, εκ προθέσεως ή από συγκυριακό ή τυχαίο γεγονός, να οδηγήσουν σε σοβαρότερα συμβάντα.

Με τις επιθέσεις στον πρύτανη και τη Σύγκλητο υπονομεύουν αυτό που υποστηρίχθηκε πρόσφατα από την ακαδημαϊκή κοινότητα: η ευθύνη της φύλαξης να ανήκει στο ίδιο το πανεπιστήμιο, η αστυνομία να μην είναι διαρκώς παρούσα αλλά να παρεμβαίνει όταν χρειάζεται (άρα να μη δαιμονοποιείται), και η πανεπιστημιακή κοινότητα να καθορίζει τους εσωτερικούς κανόνες λειτουργίας της.

Προφανώς δεν τους ενδιαφέρει η εύρυθμη λειτουργία του πανεπιστημίου, αλλά μια λειτουργία στα μέτρα τους. Να διαιωνιστεί ένα καθεστώς αυθαιρεσίας και επιβολής δυναμικών μειοψηφιών, και το δημόσιο πανεπιστήμιο να γίνεται έρμαιο μικροκομματικών και επικοινωνιακών τακτικισμών.

Πρέπει να λήξει αμέσως η κατάληψη και να επανέλθει η ηρεμία στο ΑΠΘ. Να βρούμε αποτελεσματικούς τρόπους επικοινωνίας, κατανόησης και συνεννόησης μέσα στην πανεπιστημιακή κοινότητα, για την επεξεργασία και εφαρμογή κανόνων εύρυθμης λειτουργίας του ιδρύματος. Σε αυτές τις προσπάθειες η ΚΙΠΑΝ θα συνεχίσει να συμβάλλει, ακαδημαϊκά και ακηδεμόνευτα.