Το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου έβρισκε την Ιταλία σε μια κρίσιμη κατάσταση. Ήδη πριν από τη λήξη του πολέμου η χώρα ερχόταν αντιμέτωπη με μια εκτεταμένη οικονομική κρίση: ο πληθωρισμός και η αύξηση των τιμών βασικών αγαθών, καθώς και τα μεγάλα ποσοστά ανεργίας, λόγω και της ταυτόχρονης κινητοποίησης του ιταλικού Βασιλικού Στρατού, δυσχέραιναν τη ζωή των Ιταλών πολιτών σε τέτοιο βαθμό που πολλοί αναλυτές της εποχής θεωρούσαν ότι η χώρα βρισκόταν στα πρόθυρα επανάστασης, ήδη από τα τέλη του 1918. Έτσι, άνοιξε ο δρόμος για τη λεγόμενη «Ερυθρά Διετία» (1919-1920), μια περίοδο η οποία χαρακτηρίστηκε από μαζικές απεργίες, διαδηλώσεις καθώς και απόπειρες αυτοδιαχείρισης μέσω καταλήψεων εργοστασίων και αγροκτημάτων. Μέσα σε αυτό το κλίμα, αναδείχθηκαν το σοσιαλιστικό και το αναρχικό κίνημα, μέσω του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSI) και των εργατικών συνδικάτων. Ενδεικτικά, το 1919 έλαβαν χώρα στην Ιταλία 1.663 εξεγέρσεις σε βιομηχανίες. Ωστόσο, το «επαναστατικό» αυτό κίνημα άρχισε να χάνει τη δυναμική του, καθώς μέχρι το 1921 η βιομηχανική κρίση οδήγησε σε μαζικές απολύσεις και μεγάλες μειώσεις μισθών. Όμως, ως αντίβαρο στο ιταλικό εργατικό κίνημα, ανέλαβε δράση μια ομάδα που έχαιρε της υποστήριξης των βιομηχάνων και των κτηματιών: οι φασίστες μελανοχίτωνες (Fasci Italiani di Combattimento), μετέπειτα Εθνικό Φασιστικό Κόμμα (PNF) του Μπενίτο Μουσολίνι. Προερχόμενος και ο ίδιος από τον σοσιαλιστικό χώρο, από τον οποίο εξοστρακίστηκε όταν υποστήριξε την είσοδο της Ιταλίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Μουσολίνι ηγείτο μιας πολιτοφυλακής που πήρε το όνομά της από το μαύρο πουκάμισο της στολής των ανδρών της. Με την υλική υποστήριξη της βιομηχανικής αστικής τάξης, οι φασιστικές πολιτοφυλακές άρχισαν να επιτίθενται στα συνδικάτα και στα αριστερά κόμματα, καθώς και να ξυλοκοπούν και δολοφονούν απεργούς, συνδικαλιστές και σοσιαλιστές και κομμουνιστές πολιτοφύλακες. Σύντομα, η βίαιη επιβολή των φασιστών τούς επέτρεπε να ελέγχουν πολλές περιοχές της βόρειας και κεντρικής Ιταλίας, πιέζοντας τα συνδικάτα και τις σοσιαλιστικές ενώσεις να αυτοδιαλυθούν μέσα σε 48 ώρες, υπό τον φόβο. Από την άλλη, οι έριδες και η αδυναμία συνεκτικής δράσης των σοσιαλιστών ηγετών, καθώς και η αδράνεια της αστυνομίας, που πολλές φορές υποστήριζε ανοικτά τους μελανοχίτωνες, ενίσχυσαν το φασιστικό κόμμα. Μάλιστα, τον Αύγουστο του 1922, οργανώθηκε από τους σοσιαλιστές μια γενική αντιφασιστική απεργία σε ολόκληρη τη χώρα. Ο Μουσολίνι δήλωσε ότι οι φασίστες θα κατέστειλαν οι ίδιοι την απεργία, στην περίπτωση που η κυβέρνηση δεν επενέβαινε άμεσα, εμφανίζοντας το φασιστικό κόμμα ως προστάτη του νόμου και της τάξης. Η διαμάχη μεταξύ σοσιαλιστών και φασιστών είχε φτάσει στο σημείο των ανοιχτών οδομαχιών σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας. Στο μεταξύ, μετά τις εκλογές του 1921, οπότε το Εθνικό Φασιστικό Κόμμα είχε κατακτήσει 35 έδρες, ήταν αδύνατο για τον Μουσολίνι και τον πρωθυπουργό Φάκτα να έρθουν σε συμφωνία σχετικά με τη συμμετοχή των φασιστών στη νέα κυβέρνηση. Έτσι, η προοπτική πραξικοπήματος φαινόταν όλο και πιο πιθανή. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε και η ανάθεση από τον πρωθυπουργό στον Γκαμπριέλε Ντ’Ανούντσιο, βετεράνο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ποιητή, εθνικιστή και κύριο αντίπαλο του Μουσολίνι, της διοργάνωσης μιας μεγαλοπρεπούς εκδήλωσης για τον εορτασμό της νίκης στον πόλεμο και την ενοποίηση της Ιταλίας στις 4 Νοεμβρίου. Στο άκουσμα αυτής της είδησης, ο Μουσολίνι αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό του για την επονομαζόμενη «πορεία προς τη Ρώμη». Στις 27 Οκτωβρίου, σχεδόν 30.000 μελανοχίτωνες κατευθύνθηκαν προς τη Ρώμη, με σκοπό να καταλάβουν την εξουσία. Παρά τις προτροπές του Φάκτα προς τον βασιλιά Βιτόριο Εμανουέλε για την κήρυξη της πόλης σε κατάσταση πολιορκίας, ο βασιλιάς αρνήθηκε να υπογράψει το διάταγμα, αφήνοντας τον Μουσολίνι ουσιαστικά ανεμπόδιστο. Η κίνηση του Βιτόριο Εμανουέλε έχει εξηγηθεί από πολλούς ως απόπειρα αποφυγής αιματοχυσίας, ως προσπάθεια προστασίας της μοναρχίας, ακόμη και ως μέρος σχεδίου αποδυνάμωσης των φασιστών μέσω της ένταξής τους στην εθνική κυβέρνηση. Τελικώς, στις 30 Οκτωβρίου, ο βασιλιάς παρέδωσε την πρωθυπουργία στον Μπενίτο Μουσολίνι, σηματοδοτώντας την έναρξη μιας σχεδόν εικοσαετούς περιόδου διακυβέρνησης. Στην πραγματικότητα, παρά τη φασιστική προπαγάνδα που παρουσίαζε την πορεία προς τη Ρώμη ως κατάκτηση της εξουσίας, επρόκειτο για μια μεταφορά εξουσίας που εντασσόταν στο ιταλικό συνταγματικό πλαίσιο. Άλλωστε, όπως αποδείχθηκε αργότερα, ο Μουσολίνι δεν συμμετείχε καν στην πορεία, αλλά μετέβη στη Ρώμη σιδηροδρομικώς. Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης Πηγή:www.kathimerini .gr
Σχόλια (
)
|