«Είμαστε μέσα στις πέντε πρώτες χώρες -στην κορυφή της Ευρώπης, σε σχέση με το πόσους εκπαιδευτικούς έχουμε για τα παιδιά μας. Η πυκνότητα εκπαιδευτικών ανά παιδί στην Ελλάδα είναι στις πέντε υψηλότερες της Ευρώπης […] Αυτό, όμως, δεν αποτυπώνεται στην πραγματικότητα, η οποία δείχνει ότι έχουμε κενά, κάθε σχολική χρονιά», παρατήρησε η υφυπουργός Παιδείας Δόμνα Μιχαηλίδου, κατά τη πρόσφατη επίσκεψη σε σχολεία της Θεσσαλονίκης (22/11) όπου συναντήθηκε με τους διευθυντές πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης όλων των περιφερειακών ενοτήτων της Κεντρικής Μακεδονίας και με τον περιφερειακό διευθυντή Αλέξανδρο Κόπτση.
Είμαστε στην κορυφή της Ευρώπης, σε σχέση με το πόσους εκπαιδευτικούς έχουμε ανά μαθητή, ισχυρίζεται η υφυπουργός Παιδείας και την ίδια ώρα, 2,5 μήνες μετά την έναρξη του σχολικού έτους, τα σχολεία έχουν πάνω από 5.000 κενά, ενώ παράλληλα λειτουργούν με 45.000 αναπληρωτές!
Δεν είναι η πρώτη φορά που σημειώνει η υφυπουργός Παιδείας το παραπάνω παράδοξο και δεν είναι η μόνη που το σημειώνει.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε την Τρίτη 24 Οκτωβρίου στην εκπομπή «Συνδέσεις» της ΕΡΤ δήλωσε και πάλι ότι «στην Ελλάδα ανά παιδί έχουμε από τα υψηλότερα κλάσματα εκπαιδευτικών, δηλαδή στην Ελλάδα σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, έχουμε πολλούς εκπαιδευτικούς ανά παιδί, είμαστε στο top 5 όλης της κατανομής στην Ευρωπαϊκή Ένωση».
Λίγες εβδομάδες πριν, τα ίδια ακριβώς είχε δηλώσει και ο υπουργός Παιδείας Κυριάκος Πιερρακάκης, σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε στα τοπικά ΜΜΕ της Μυτιλήνης. Ο υπουργός Παιδείας επισήμανε ότι «αν δει κανείς την αναλογία των μαθητών με τους καθηγητές η Ελλάδα έχει μία από τις καλύτερες αναλογίες στην Ευρώπη. Η αναλογία αυτή δεν δικαιολογεί την ύπαρξη τόσων κενών όπως αυτά αποτυπώνονται».
Και συμπλήρωσε: «Του χρόνου τον τρόπο με τον οποίο τα κενά αποτυπώνονται θα τον αλλάξουμε και αυτό θα γίνει μέσα από ένα κεντρικό σύστημα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού».
Και
Στα ίδια μετερίζια, σαν ένα σύστημα συγκοινωνούντων δοχείων, πριν λίγο καιρό, η Καθημερινή είχε τίτλο «Πιο πολλοί εκπαιδευτικοί, πιο πολλά τα κενά – Εκθεση του ΟΟΣΑ αποδεικνύει ότι κάτι κάνουμε .. λάθος» σημειώνοντας ότι «τους περισσότερους εκπαιδευτικούς σε Δημοτικό και Γυμνάσιο ανά μαθητή μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΟΟΣΑ έχει η Ελλάδα, όπως δείχνουν τα στοιχεία του Οργανισμού. Ενώ στο Δημοτικό αναλογούν 8,3 μαθητές ανά εκπαιδευτικό και στο Γυμνάσιο 8,2 μαθητές κάθε χρόνο, το κράτος προσλαμβάνει πάνω από 30.000 αναπληρωτές, επιπλέον του διορισμού των μονίμων». Και συμπλήρωνε : «Χρειάζονται όλοι; Μήπως απαιτείται ορθολογική αξιοποίηση του μόνιμου ανθρώπινου δυναμικού;» υφαίνοντας έτσι αθόρυβα την κατασκευή ενός νέου τρόπου καταγραφής των κενών που ως μαγείας θα τα εξαφανίζει!
Τι ακριβώς σημαίνει αυτή η παρατεταμένη συγχορδία που με τη σαγήνη του αυτονόητου «βασανίζουν» τους αριθμούς για να τους αποσπάσουν τα συμπεράσματα που ποθούν;
Οι… παραχαράξεις στρώνουν τον δρόμο των περικοπών
Τόσο η παραπάνω συλλογιστική όσο και τα συμπεράσματα έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την εκπαιδευτική πραγματικότητα των ασφυκτικά μεγάλων τμημάτων, των τραγικών ελλείψεων προσωπικού, του υπερβολικού και ολοένα αυξανόμενου φόρτου εργασίας.
Ας δούμε, όμως, με ποιον τρόπο χρησιμοποιούν οι Εκθέσεις του ΟΟΣΑ τα στατιστικά στοιχεία για να επιβάλουν στην ελληνική εκπαίδευση τις περικοπές εκπαιδευτικών. Μέσω της αναλογίας μαθητών προς εκπαιδευτικούς έχει υποστηριχθεί ότι στη χώρα μας υπάρχει ένας υπερπληθυσμός εκπαιδευτικών σε σχέση με το μέγεθος του μαθητικού δυναμικού, προκειμένου να δικαιολογηθούν έτσι μέτρα που οδηγούν σε περικοπές προσωπικού.
Είναι γνωστό ότι οι στατιστικές αναλύσεις του ΟΟΣΑ αποκαλύπτουν ένα μείζον θέμα εγκυρότητας καθώς για να βρουν την αναλογία εκπαιδευτικών-μαθητών απλώς κάνουν μια διαίρεση του συνολικού αριθμού των εκπαιδευτικών με τον συνολικό αριθμό των μαθητών, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εκπαίδευσης στη χώρα μας όπου αφενός ένα μεγάλο τμήμα εκπαιδευτικών απασχολείται σε διοικητικές εργασίες (σε υπουργείο και διευθύνσεις εκπαίδευσης ελλείψει διοικητικών υπαλλήλων) και αφετέρου έχουμε πάρα πολλά νησιά και απομακρυσμένα χωριά.
Δηλαδή δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη παράγοντες όπως, π.χ., το γεωγραφικό ανάγλυφο της χώρας (80% του εδάφους χαρακτηρίζεται ορεινό, ενώ παράλληλα υπάρχουν 165 κατοικούμενα νησιά) και την ύπαρξη ολιγοθέσιων σχολείων ανά την επικράτεια, που καλύπτουν τις μορφωτικές ανάγκες δυσπρόσιτων και παραμεθόριων περιοχών. Ειδικά για την αναλογία μαθητών ανά εκπαιδευτικό με τη μέθοδο της άθροισης όλου του μαθητικού δυναμικού και της διαίρεσής του με το σύνολο των εκπαιδευτικών όλων των ειδικοτήτων, είναι λανθασμένη και ξένη προς τη στατιστική επιστήμη.
Η προσεκτικότερη μελέτη των σχετικών δεδομένων απέδειξε ότι ο «υπερπληθυσμός» εκπαιδευτικών οφείλεται στην, εσκεμμένη ή όχι, συστηματική υποεκτίμηση της ελληνικής αναλογίας μαθητών προς εκπαιδευτικούς από τον ΟΟΣΑ. Οπως αποδεικνύει έρευνα του εκπαιδευτικού ερευνητή Γιάννη Βαρδαλαχάκη, η οποία παρουσιάστηκε σε προηγούμενο εκπαιδευτικό συνέδριο του Κέντρου Μελέτης και Τεκμηρίωσης (ΚΕΜΕΤΕ) της ΟΛΜΕ, η χρήση δεδομένων προερχόμενων από το πληροφοριακό σύστημα myschool έδειξε ότι σε κάθε Ελληνα εκπαιδευτικό αντιστοιχούσαν μαθητές, πολλοί περισσότεροι από όσους εκτιμούσε ο ΟΟΣΑ και ταυτόχρονα πολύ κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο παρά την ιδιαίτερη γεωγραφική μορφολογία της χώρας και παρά την ουσιαστική ανυπαρξία οποιουδήποτε επικουρικού προσωπικού (εκπαιδευτικού ή ειδικού επιστημονικού προσωπικού, γραμματειακής υποστήριξης κ.ά.).
Γιατί για όσους κάνουν τους ανήξερους να θυμίσουμε ότι η Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες χώρες του ΟΟΣΑ, έχει ένα μεγάλο νησιωτικό σύμπλεγμα όπου –ακόμη κι όταν υπάρχουν λίγοι μαθητές– θα πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχουν σχολεία και εκπαιδευτικοί για να μαθαίνουν τα παιδιά γράμματα.
Οι παραχαράξεις του ΟΟΣΑ έχουν αξιοποιηθεί πολλαπλώς για να αιτιολογηθούν οι αντιεκπαιδευτικές πολιτικές των τελευταίων ετών (αυξήσεις ωραρίου, περικοπές μαθημάτων από το ωρολόγιο πρόγραμμα, συγχωνεύσεις και καταργήσεις τμημάτων, τομέων και σχολικών μονάδων). Στο πλαίσιο αυτής της «αθώας» συλλογιστικής-διάγνωσης, που ειρήσθω εν παρόδω αποτελεί την πιο γλυκιά «καραμέλα» όλων των υπουργών Παιδείας της τελευταίας 15ετίας (από τη Α. Διαμαντοπούλου έως τον Κ. Αρβανιτόπουλο και από τον Α, Λοβέρδο έως την Ν. Κεραμέως), έρχεται σαν ώριμο φρούτο η θεραπευτική αγωγή των «ειδικών» μας: «Στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η αναλογία μαθητών - εκπαιδευτικών είναι σκόπιμο να συγκλίνει με τον μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε. Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλει η σύγκλιση του διδακτικού και εργασιακού ωραρίου των εκπαιδευτικών, η αναδιάρθρωση του ημερήσιου ωραρίου λειτουργίας και των ωρολογίων προγραμμάτων των σχολείων καθώς και η αύξηση του μεγέθους των τάξεων (με αύξηση του ελάχιστου αριθμού μαθητών ανά τάξη). Επιπλέον, είναι απαραίτητη η προώθηση συγχωνεύσεων σχολείων και η δημιουργία μεγαλύτερων εκπαιδευτικών μονάδων» (Εκθεση Πισσαρίδη).
Πηγή:www.alfavita.gr