«Ηπρότασή μας για την επιστροφή συνιστά πρόταση για μια κοινή καινοτομία στην πολιτιστική πολιτική, από την οποία θα επωφεληθούν τόσο η Βρετανία όσο και η Ελλάδα. Προτείνεται η επιστροφή των Μαρμάρων να πραγματοποιηθεί με τη μορφή μακροχρόνιου δανεισμού από το Βρετανικό Μουσείο στο Νέο Μουσείο Ακρόπολης, παρακάμπτοντας το ζήτημα της ιδιοκτησίας των Μαρμάρων». Τα παραπάνω σημείωνε ο Κώστας Σημίτης στην επιστολή του προς τον Τόνι Μπλερ στις 21 Οκτωβρίου 2002. Φωτοαντίγραφο της επιστολής υπάρχει στον φάκελο εγγράφων που αποχαρακτηρίστηκαν πρόσφατα από τη βρετανική κυβέρνηση με τον κωδικό PREM49/2946. Στην επιστολή o Ελληνας πρωθυπουργός υπογράμμιζε στον Βρετανό ομόλογό του ότι στο πλαίσιο ενός κοινού ελληνοβρετανικού σχεδίου, η Ελλάδα θα αναλάμβανε την υποχρέωση να παρέχει νέες και σημαντικές περιοδικές εκθέσεις ελληνικών αρχαιοτήτων στο Βρετανικό Μουσείο, συμπεριλαμβανομένων εκθεμάτων που δεν είχαν εκτεθεί ποτέ εκτός Ελλάδας και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν είχαν ακόμη παρουσιαστεί εντός της ίδιας της χώρας. Οπως φαίνεται από τις επιστολές των δύο πρωθυπουργών που αποχαρακτηρίστηκαν πρόσφατα από τη βρετανική κυβέρνηση και παρουσιάζει η «Κ», οι διαπραγματεύσεις εκείνης της εποχής μοιράζονται κοινά στοιχεία με τις σημερινές, δύο δεκαετίες μετά. Η Ελλάδα ζητάει την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα με μια νομική φόρμουλα που δεν θα αγγίζει το «αγκάθι» της ιδιοκτησίας, με αντάλλαγμα εκθέσεις των θησαυρών της. Αυτό που φαίνεται να έχει αλλάξει όμως είναι η στάση του Βρετανικού Μουσείου. Μόλις χθες, σε νέες δηλώσεις του, ο πρόεδρος του μουσείου Τζορτζ Οσμπορν επανέλαβε τη συνέχιση των συζητήσεων με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη παρά την αρνητική στάση του Ρίσι Σούνακ, προσθέτοντας ότι μια ενδεχόμενη συμφωνία θα είχε ένα τμήμα των Γλυπτών στην Αθήνα και την ίδια ώρα μια έκθεση με ελληνικές αρχαιότητες στο Βρετανικό Μουσείο, «όπως για παράδειγμα τη Μάσκα του Αγαμέμνονα». Την ελληνική πρόταση για «μακροχρόνιο δανεισμό» των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα με αντάλλαγμα εκ περιτροπής εκθέσεις με ελληνικούς θησαυρούς αποκαλύπτουν οι αποχαρακτηρισμένες επιστολές μεταξύ Κώστα Σημίτη και Τόνι Μπλερ. Οι συζητήσεις κατέληξαν στον αμήχανο διάλογο των δύο ανδρών που αποτυπώθηκε στις κάμερες στις Βρυξέλλες το 2003 και θεωρείται ότι κόστισε στον Ελληνα πρωθυπουργό.Στην επιστολή – απάντηση προς τον Σημίτη, ο Μπλερ επικροτούσε το γεγονός ότι το θέμα είχε συζητηθεί σε επίπεδο υπουργών Πολιτισμών αλλά και σε επίπεδο υπηρεσιακών παραγόντων των δύο μουσείων, του Βρετανικού και της Ακρόπολης. Για την όποια απόφαση παρέπεμπε στο Βρετανικό Μουσείο. Γράφει ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου: «Ξεκαθάρισε [υπουργός Πολιτισμού Τέσα Τζάουελ] επίσης ότι το θέμα του δανεισμού των Γλυπτών αφορά τους διαχειριστές του Μουσείου. Αυτό δεν είναι ένα από τα θέματα για τα οποία η βρετανική κυβέρνηση θα επιδιώξει να παρέμβει. Ωστόσο, είμαι πολύ πρόθυμος να δω τη συνεχή επαφή σε πολιτιστικά θέματα μεταξύ των αρμόδιων αξιωματούχων των δύο υπουργείων Πολιτισμού, της Ελλάδας και της Βρετανίας» (PREM49/2946). Σταθερό «αγκάθι» και μοχλός πίεσηςΤο ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα είχε συζητηθεί για πρώτη φορά μεταξύ των δύο πρωθυπουργών το 2001. Τότε είχε γίνει προσπάθεια να ξεπεραστεί το σταθερό «αγκάθι» στις συνομιλίες των δύο πλευρών, το ιδιοκτησιακό καθεστώς, από τον υπουργό Πολιτισμού Ευάγγελο Βενιζέλο. Ενα χρόνο αργότερα, το 2002, η χώρα μας εξακολουθούσε να κρατάει –και ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας (2004) που θεωρούνταν σοβαρός μοχλός πίεσης και μεγάλη ευκαιρία για μια υψηλού συμβολισμού κίνηση εκ μέρους της Βρετανίας– το θέμα ψηλά. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος συναντήθηκε με τον τότε διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου Νιλ ΜακΓκρέγκορ, ο οποίος αντιτασσόταν σε οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με την επιστροφή των Γλυπτών. Παράλληλα, o πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης και πάλι πήρε ανοιχτά την πρωτοβουλία και έδωσε ιδιοχείρως σημείωμα στον Βρετανό ομόλογό του με τις ελληνικές θέσεις. Αμέσως μετά ακολούθησε η ανταλλαγή επιστολών, χωρίς ωστόσο να βρεθεί η επιδιωκόμενη «πολιτική λύση». «Εχω εξετάσει τα ζητήματα γύρω από αυτό [Γλυπτά του Παρθενώνα] με μεγάλη λεπτομέρεια και παραμένω σταθερά της άποψης ότι πρέπει να επιμείνουμε στη θέση ότι ο δανεισμός των Γλυπτών πρέπει να είναι θέμα των διαχειριστών του Βρετανικού Μουσείου. Σε αυτό το πλαίσιο, χαίρομαι που το Μουσείο βρίσκεται τώρα σε διάλογο με τους Ελληνες πολιτικούς και επίσης που έχουν ήδη προσφερθεί να δανείσουν αντικείμενα στην Ελλάδα για να συμπέσουν με τους Ολυμπιακούς Αγώνες», επισήμαινε η υπουργός Πολιτισμού Τέσα Τζάουελ στον Τόνι Μπλερ, ο οποίος είχε σπεύσει να ζητήσει τη γνώμη της για το ζήτημα πριν αντιδράσει στην επίσημη πρόταση Σημίτη (PREM49/2946). Κατά την Τζάουελ, η νομική θέση του Βρετανικού Μουσείου ήταν ορθή. Οι διαχειριστές είχαν τη δυνατότητα να δανείζουν αντικείμενα λαμβάνοντας υπόψη θέματα όπως η σπανιότητά τους και οι κίνδυνοι στους οποίους θα μπορούσαν να εκτεθούν. «Προς το παρόν δεν υπάρχει κατάλληλη στέγη για την έκθεση των Μαρμάρων στην Αθήνα», σημείωνε η Τζάουελ στην επιστολή της προς τον Μπλερ. Κατά τη συνάντηση που είχε η υπουργός Πολιτισμού του Ηνωμένου Βασιλείου με τον Ελληνα ομόλογό της, ο κ. Βενιζέλος είχε υπογραμμίσει ότι μέχρι τότε δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι οι διαχειριστές του Βρετανικού Μουσείου είχαν συζητήσει συλλογικά το θέμα της επιστροφής των Γλυπτών. «Οι Ελληνες σίγουρα το βλέπουν αυτό ως αδυναμία και κατά την άποψή μας θα ενίσχυε την υπόθεση των μουσείων αν γινόταν αυτή η συζήτηση», ανέφερε η Τζάουελ στην επιστολή της. Στη συνέχεια η υπουργός Πολιτισμού της Βρετανίας υπογράμμιζε ότι το Βρετανικό Μουσείο είναι ένα διεθνές πολιτιστικό ίδρυμα που παρέχει ελεύθερη πρόσβαση σε εκατομμύρια επισκέπτες από όλο τον κόσμο για να εκπαιδευτούν σχετικά με τους μεγάλους πολιτισμούς. «Τα Γλυπτά του Παρθενώνα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της συλλογής του», τόνιζε η Τζάουελ. Ακόμη και αν δεν είχε ολοκληρωθεί η κατασκευή του Μουσείου της Ακρόπολης μέχρι τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, η Τζάουελ εκτιμούσε ότι «ίσως έχει έρθει η ώρα για μια ευρύτερη δημόσια συζήτηση σχετικά με τα επιχειρήματα υπέρ της διατήρησης αυτών των αντικειμένων στο Βρετανικό Μουσείο». Από τη συνάντηση του Τόνι Μπλερ με τον Κώστα Σημίτη στο Λονδίνο τον Οκτώβριο του 2002. Οι δυο τους είχαν συζητήσει το ζήτημα των Γλυπτών για πρώτη φορά το 2001 και η ανταλλαγή επιστολών ξεκίνησε ένα χρόνο μετά. [ΑΠΕ-ΜΠΕ]\Στην επιστολή της προς τον Μπλερ, η Βρετανίδα υπουργός Πολιτισμού προσέθετε: «Oι Ελληνες επικαλούνται μια πρόσφατη δημοσκόπηση της MORI, η οποία ανατέθηκε από τη Βρετανική Επιτροπή για την αποκατάσταση των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Αυτή έδειξε ότι το 56% των ερωτηθέντων ήταν υπέρ της επιστροφής τους (βάσει των προτάσεων που περιγράφονται στην “πρόταση” Σημίτη). Ωστόσο, το 75% των ερωτηθέντων παραδέχθηκε ότι γνώριζε ελάχιστα για το θέμα. Πρέπει πάντως να παρακολουθούμε στενά την αντίληψη του κοινού εδώ: προς το παρόν είμαι βέβαιη ότι θα είναι με το μέρος μας όταν η κοινή γνώμη αντιληφθεί το πλεονέκτημα τα Γλυπτά να διατηρηθούν στο Λονδίνο».«Συνιστά πρόταση για κοινή καινοτομία στην πολιτιστική πολιτική, από την οποία θα επωφεληθούν τόσο η Βρετανία όσο και η Ελλάδα», έγραφε ο Κώστας Σημίτης. Την υπογραφή συμφώνου που θα προέβλεπε την εναλλασσόμενη έκθεση των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα και τη Βρετανία είχε προτείνει ο λόρδος Ντέιβιντ Οουεν στο περιθώριο συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε για τα εκθέματα που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο (13 Μαρτίου 2003). «Με λίγη εφευρετικότητα θα ήταν δυνατόν να τεθεί η συμφωνία υπό την κοινοτική νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, το οποίο θα αποτελούσε ακόμη καλύτερη εγγύηση από την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο», σημείωνε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας στην επιστολή του προς τον σερ Στέφεν Γουόλ, σύμβουλο του πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ για τις Ευρωπαϊκές Υποθέσεις (18 Μαρτίου 2003) (PREM49/2949). Κατά τον Οουεν, το επιχείρημα των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν ισχυρό, «με όρους δημοσίων σχέσεων», αλλά υπήρχε όμως μια ιδιαιτερότητα σε αυτό το επιχείρημα. Στην Αθήνα, ο υπουργός Πολιτισμού Ευάγγελος Βενιζέλος τον είχε διαβεβαιώσει ότι δεν θα ήταν δύσκολο να πείσει την ελληνική αντιπροσωπεία στη ΔΟΕ να υποστηρίξει την υποψηφιότητα του Λονδίνου για τους Αγώνες του 2012 ως αντάλλαγμα για την έκθεση των Γλυπτών του Παρθενώνα στην ελληνική πρωτεύουσα, δεδομένου ότι το Παρίσι επίσης είχε θέσει υποψηφιότητα για τη διεξαγωγή των Αγώνων – «και οι Ελληνες μπορεί να μην προτιμήσουν τους Γάλλους». Στην επιστολή του προς τον Γουόλ, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου υπογράμμιζε ότι η έκθεση Τουταγχαμών στο Λονδίνο εκείνη τη χρονιά αποτελούσε επίσης ένα ενδιαφέρον προηγούμενο, διότι τα δύο μουσεία ήταν συμβαλλόμενα μέρη της συμφωνίας Ηνωμένου Βασιλείου – Αιγύπτου. Με αυτόν τον τρόπο αντιμετωπιζόταν η υπάρχουσα νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου που αφορούσε το Βρετανικό Μουσείο. Ο Οουεν εκτιμούσε ότι τα οφέλη από μια συμφωνία για τα Γλυπτά του Παρθενώνα θα ήταν τεράστια, ενώ εξέφραζε την ανησυχία του για τον τρόπο με τον οποίο οι Ελληνες θα χειριστούν το θέμα. Η ελληνική κυβέρνηση σκόπευε να βάλει όλους τους Βρετανούς αθλητές που επισκέπτονταν την Αθήνα εκείνο το καλοκαίρι να υπογράφουν για την επιστροφή των Μαρμάρων. Επιπλέον, όταν το νέο Μουσείο της Ακρόπολης επρόκειτο να ανοίξει στα τέλη της άνοιξης του 2004 πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, τα Γλυπτά του Παρθενώνα θα εκτίθεντο με τρόπο που θα απεικόνιζε την απουσία των υπόλοιπων Γλυπτών. «Ακόμη και αν μπορούσατε να κάνετε μόνο μια ελάχιστη συμφωνία νομίζω ότι θα υπήρχε ένα σημαντικό μπόνους», καταλήγει η επιστολή του Ντέιβιντ Οουεν προς τον σερ Στέφεν Γουόλ. «Σοβαροί λόγοι για αλλαγή στάσης»
Ενα χρόνο πριν από τους Αγώνες, ο Νιλ ΜακΓκρέγκορ του Βρετανικού Μουσείου σε δημοσίευμα της κυριακάτικης έκδοσης των «Times» –οι οποίοι εκείνη την περίοδο φιλοξενούσαν σταθερά αρθρογραφία κατά της επιστροφής των Γλυπτών– ανέφερε ότι πλέον «η ελληνική πλευρά δεν αμφισβητεί την ιδιοκτησία», με τον Ευάγγελο Βενιζέλο να αντεπιτίθεται υποστηρίζοντας ότι ουδέποτε δήλωσε ότι αναγνωρίζει τους νόμιμους τίτλους του μουσείου επί των Γλυπτών και ότι «η ελληνική κυβέρνηση δεν θέτει το νομικό ζήτημα της ιδιοκτησίας των Μαρμάρων επειδή θέλει να βρεθεί μια φιλική και συναινετική λύση που θα επιτρέψει την ενιαία έκθεσή τους στο κτίριο του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης και σε άμεση οπτική επαφή με το ίδιο το μνημείο». Εκείνη τη χρονιά η σύμβουλος του πρωθυπουργού Μπλερ, η Σάρα Χάντερ, σημείωνε ότι η ελληνική εκστρατεία για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα είχε εισέλθει σε πιο ενεργητική φάση, με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004 και την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η γραμμή του Λονδίνου μέχρι τότε ήταν ότι αυτό ήταν θέμα των διαχειριστών του Βρετανικού Μουσείου και όχι της κυβέρνησης. Υπήρχαν όμως σοβαροί λόγοι, σύμφωνα με τη Χάντερ, για αλλαγή στάσης και για την κυβέρνηση Μπλερ να ενθαρρύνει τόσο κατ’ ιδίαν όσο και δημόσια το Βρετανικό Μουσείο «να βρει μια λύση κατά τους επόμενους 12 μήνες». Τα Γλυπτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί στην ψηφοφορία της ΔΟΕ για την υποψηφιότητα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012. Η δημοσιότητα από αυτή την κίνηση θα μπορούσε να εξασφαλίσει την ελληνική στήριξη και να βοηθήσει στη συγκέντρωση ενός ευρέος φάσματος άλλων ψήφων της ΔΟΕ, «αν και θα πρέπει να προφυλαχθούμε από άλλες χώρες που θα ζητήσουν αμοιβαίες ενέργειες» (11 Απριλίου 2003) (PREM49/2949). Η ελληνική υπόθεση είχε γίνει πιο εκλεπτυσμένη –υποστηρίζοντας ένα δάνειο και όχι την απόδοση της ιδιοκτησίας– και ερχόταν σε αντίθεση με την αδιαλλαξία του Βρετανικού Μουσείου να εξετάσει οποιονδήποτε συμβιβασμό. Υπήρχε μεγάλη καχυποψία στο μουσείο σχετικά με τα κίνητρα των Ελλήνων: οι διαχειριστές και ο διευθυντής παρέμεναν σταθερά της άποψης ότι μόλις τα Γλυπτά επέστρεφαν στο ελληνικό έδαφος, η κυβέρνηση θα πλήρωνε οποιοδήποτε τίμημα για να τα διατηρήσει εκεί, «αφήνοντας στο Βρετανικό Μουσείο μια τρύπα στο κέντρο της συλλογής του». Το Βρετανικό Μουσείο –και η ευρύτερη κοινότητα των μουσείων και πινακοθηκών– εξέφραζε ότι αυτό θα δημιουργούσε ένα προηγούμενο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε περισσότερες, εξίσου σημαντικές απώλειες στο μέλλον. Προτεινόμενη λύση και αντιστάσειςΟ πρώην υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας Ντέιβιντ Οουεν με επιστολή του είχε προτείνει η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η ελληνική κυβέρνηση να συνυπογράψουν μια συνθήκη που θα διέπει μια συμφωνία διανομής μεταξύ των δύο χωρών. «Υπάρχει προηγούμενο για μια τέτοια συνθήκη που θα πρέπει να παράσχει ανακούφιση στους διαχειριστές του Βρετανικού Μουσείου για τη χορήγηση ενός δανείου», σημειώνει η Χάντερ. Και συνεχίζει: «Φαίνεται λογικό: η ορθολογική χάραξη πολιτικής ευνοεί τους Ελληνες. Αλλά αυτή δεν είναι μια επιλογή που εμπίπτει στις δικές μας αρμοδιότητες: μόνο οι διαχειριστές του Βρετανικού Μουσείου έχουν την καταστατική εξουσία να χορηγούν δάνειο και η έναρξη μιας κυβερνητικής άσκησης πειθούς στο έτος της 250ής επετείου του Βρετανικού Μουσείου θα συναντήσει αντίσταση και πολλά πρωτοσέλιδα θα τα κάνει να αγωνιούν. Αν και η Τέσα [Τέσα Τζάουελ, υπουργός Πολιτισμού] κατανοεί τα επιχειρήματα των Ελλήνων, είναι απρόθυμη να το κάνει θέμα για την κυβέρνηση και αντιστέκεται στο να αντιμετωπίσει το Βρετανικό Μουσείο». O Μπλερ τη χρονιά εκείνη φάνηκε να είναι πρόθυμος να ζητήσει από την υπουργό Πολιτισμού Τέσα Τζάουελ να ανοίξει δίαυλο επικοινωνίας με το Βρετανικό Μουσείο για να συζητήσει τα επόμενα βήματα σχετικά με το ζήτημα των Μαρμάρων, ενώ δεν απέκλειε το ενδεχόμενο να ανατεθεί στον Ντέιβιντ Οουεν η διαπραγμάτευση αυτού του θέματος. «Πιθανότατα έχει την επιρροή να βοηθήσει με το Βρετανικό Μουσείο, κρατώντας τις αποστάσεις λίγο από την κυβέρνηση».Πηγή:www.kathimerini.gr
Σχόλια (
)
|