Ερευνα του Πανεπιστημίου Κρήτης, που παρουσιάζει η «Κ», καταδεικνύει ότι η επιτυχία των παιδιών συσχετίζεται με το προφίλ της οικογένειας Κάθε μέρα ορισμένοι γονείς από το Οροπέδιο Λασιθίου κάνουν 82 χιλιόμετρα μετ’ επιστροφής για να πάνε τα παιδιά τους σε φροντιστήριο στο Ηράκλειο. Κάποιοι άλλοι τη διετία της προετοιμασίας των παιδιών για τις Πανελλαδικές Εξετάσεις, δηλαδή στη Β΄ και τη Γ΄ Λυκείου, νοικιάζουν σπίτι στην πρωτεύουσα. Δεν λείπουν και οι περιπτώσεις παιδιών που εγκαταλείπουν το σχολείο στη διάρκεια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Τις ιστορίες κατέγραψε και διηγήθηκε στην «Κ» ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης και διευθυντής του Εργαστηρίου Κοινωνικής Ανάλυσης και Εφαρμοσμένης Κοινωνικής Eρευνας του ιδρύματος, Γιάννης Ζαϊμάκης. Τέτοιες ιστορίες εντοπίζονται ουκ ολίγες σε ακριτικές, απομακρυσμένες, αγροτικές περιοχές σε όλη τη χώρα, ενώ είναι προφανές πως αυτοί οι μαθητές ξεκινούν από μειονεκτική θέση σε σχέση με εκείνους των μεγάλων πόλεων για ένα εισιτήριο για τα ΑΕΙ, και δη στα πιο αναγνωρισμένα και υψηλής ζήτησης πανεπιστημιακά τμήματα. Η επιτυχία των μαθητών στις Πανελλαδικές σαφώς συσχετίζεται με το κοινωνικοοικονομικό προφίλ της οικογένειάς τους, όπως δείχνει μεγάλη έρευνα που παρουσιάζει η «Κ». Το οικονομικό και πολιτιστικό κεφάλαιο των γονέων των μαθητών, αλλά και άλλοι παράγοντες όπως ο γεωγραφικός χώρος, το λύκειο φοίτησης κ.λπ. παίζουν σημαντικό ρόλο τόσο στις επιλογές όσο και στις επιδόσεις των υποψηφίων. Ειδικότερα, στην έρευνα πήραν μέρος 2.372 φοιτητές και φοιτήτριες στα 16 Τμήματα του Παν. Κρήτης. Επιστημονικός υπεύθυνος ήταν ο κ. Ζαϊμάκης, ενώ στην ερευνητική ομάδα μετείχαν τα μέλη ειδικού διδακτικού προσωπικού του Παν. Κρήτης Μαρίνα Παπαδάκη και Περικλής Δράκος και η υποψήφια διδάκτωρ στο Τμήμα Κοινωνιολογίας Χαρά Κόκκινου. Τα ευρήματα δείχνουν αξιοσημείωτη συσχέτιση του κοινωνικο-επαγγελματικού στάτους και του μορφωτικού κεφαλαίου της οικογένειας των φοιτητών με την πόλη φοίτησης, το τμήμα και τη βάση εισαγωγής του. Φοιτητές των οποίων οι γονείς διαθέτουν περιορισμένο μορφωτικό κεφάλαιο, ανήκουν στις χαμηλές κοινωνικο-επαγγελματικές κατηγορίες και δεν έχουν μόνιμη απασχόληση τείνουν να φοιτούν σε τμήματα με χαμηλότερη ζήτηση, ενώ το αντίστροφο ισχύει για φοιτητές οικογενειών με υψηλό κοινωνικο-επαγγελματικό και μορφωτικό προφίλ, οι οποίοι εισάγονται σε μεγαλύτερο βαθμό σε τμήματα υψηλής ζήτησης. Ιδιαίτερα εμφανές, π.χ., είναι το υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο των γονέων των φοιτητών της υψηλόβαθμης Ιατρικής Κρήτης σε σχέση με τους φοιτητές των άλλων τμημάτων του πανεπιστημίου, η βάση εισαγωγής των οποίων κινείται σε χαμηλά βαθμολογικά πεδία. Μεταξύ των φοιτητών της Ιατρικής το 42,9% έχει πατέρα απόφοιτο ΑΕΙ και το 21% κάτοχο μεταπτυχιακού ή διδακτορικού. Αντίστροφα, το 20,9% των φοιτητών στο τμήμα Προσχολικής Εκπαίδευσης έχει γονιό με πανεπιστημιακό πτυχίο και το 2,6% με μεταπτυχιακό ή διδακτορικό. Με βάση ένα άλλο κριτήριο, το 41,3% των φοιτητών της Ιατρικής έχει πατέρα που ανήκει στις υψηλές κοινωνικο-επαγγελματικές κατηγορίες. Ωστόσο, το ίδιο ισχύει για μόλις το 6,7% και το 4,8% των φοιτητών στα τμήματα Επιστήμης και Τεχνολογίας Υλικών και Παιδαγωγικό Προσχολικής Εκπαίδευσης αντίστοιχα. Παρόμοιες αποκλίσεις υπάρχουν τόσο σε σχέση με το επάγγελμα όσο και στην κατάσταση απασχόλησης (εργάζεται μόνιμα, περιστασιακά, άνεργος ή συνταξιούχος). Για παράδειγμα, στο σύνολο των τμημάτων του Ηρακλείου (η πρώτη πόλη του ΑΕΙ) το 25,5% των πατέρων και το 8,8% των μητέρων δηλώνει επάγγελμα που ανήκει στις χαμηλότερες οικονομικά επαγγελματικές κατηγορίες, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά στο Ρέθυμνο (η δεύτερη πόλη του ιδρύματος) είναι πολύ υψηλότερα (41% και 14,2% αντίστοιχα). Διαφοροποιήσεις υπάρχουν και ανάμεσα στα τμήματα σε κάθε πόλη, με τη μονοτμηματική Ιατρική Σχολή να ξεχωρίζει στις περισσότερες κατηγορίες και να ακολουθούν άλλα τμήματα υψηλής ζήτησης, όπως η Βιολογία και η Χημεία. Στον αντίποδα, το Τμήμα Επιστήμης και Τεχνολογίας Υλικών έχει τις χαμηλότερες βάσεις εισαγωγής, μολονότι το πρόγραμμα σπουδών του πρόσφατα αξιολογήθηκε με πολύ υψηλή βαθμολογία. Στο Ρέθυμνο, το Τμήμα Ψυχολογίας χαρακτηρίζεται από αναβαθμισμένο μορφωτικό και κοινωνικο-επαγγελματικό στάτους των γονέων των φοιτητών του και έχει υψηλή βάση εισαγωγής που έως ένα βαθμό συνδέεται με τις υψηλές προσδοκίες επαγγελματικής αποκατάστασης των αποφοίτων του και το ισχυρό επιστημονικό πρεστίζ. Ευρύτερα, από την έρευνα προκύπτει ότι το εκπαιδευτικό σύστημα αναπαράγει τις υφιστάμενες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες περιορίζοντας σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική και εκπαιδευτική κινητικότητα των φοιτητών. Οι μη προνομιούχες οικογένειες έχουν να αντιμετωπίσουν το υψηλό κόστος των ιδιωτικών φροντιστηρίων που έχει γίνει δυσβάστακτο, ιδιαίτερα σε περιόδους αλλεπάλληλων κρίσεων (δεκαετής οικονομική κρίση, πανδημία, τρέχουσα αύξηση των τιμών λόγω του πολέμου στην Ουκρανία). Η αδυναμία του εκπαιδευτικού μας συστήματος να εφαρμόσει αποτελεσματικό μηχανισμό ενισχυτικής διδασκαλίας για όσους μαθητές έχουν ανάγκη, ο οποίος μάλιστα θα λειτουργήσει αντισταθμιστικά στη λογική των διαβαθμισμένων υπηρεσιών των ιδιωτικών φροντιστηρίων, καταδεικνύει τα διαχρονικά προβλήματα της εκπαίδευσης.
Σχόλια (
)
|