Προσγειώνομαι στα καθ’ ημάς. Τα «κλασικά γράμματα» έως τη δεκαετία του ογδόντα χονδρικώς αντιμετωπίζονταν παρ’ ημίν ως βασική πρωτεΐνη της εγκυκλίου παιδείας μας. Τότε ξεκίνησε το κύμα της αμφισβήτησής τους από μια υποτιθέμενη προοδευτική κοινότητα στην οποία συμμετείχαν και κλασικοί φιλόλογοι, όπως ο Δημήτρης Μαρωνίτης. Είχαν την έξωθεν καλή μαρτυρία ως αριστεροί και η υπονόμευση των κλασικών γραμμάτων αντιμετωπιζόταν ως τμήμα τού εν γένει εκσυγχρονισμού της γλώσσας μας. Πρώτα η καθιέρωση της διδασκαλίας της δημοτικής από τον υπουργό Παιδείας Γεώργιο Ράλλη –στο πλαίσιο της πολιτικής εξευμενισμού της επελαύνουσας πασοκικής Αριστεράς από την κυβερνώσα Κεντροδεξιά– και μετά η καθιέρωση του μονοτονικού, νύχτα στη Βουλή, αν δεν κάνω λάθος ένα από τα πρώτα νομοσχέδια που είχε καταθέσει το ΠΑΣΟΚ με υπουργό Παιδείας τον Πέτρο Μώραλη. Ακολούθησε φυσικώ τω τρόπω η αμφισβήτηση της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών από το πρωτότυπο. Η επιχειρηματολογία ήταν αντίστοιχη με αυτήν του μονοτονικού. Ο έφηβος δεν έχει χρόνο να χάσει με τα πνεύματα και την περισπωμένη και καλύτερο είναι, αντί να αποστηθίζει πρώτους χρόνους, να μπαίνει μέσα στη νοοτροπία της κλασικής σκέψης μέσα από τα μεταφρασμένα κείμενα. Μη με ρωτήσετε τι απέγινε. Ούτε θυμάμαι πόσες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις έγιναν, πότε καταργώντας τη διδασκαλία των Αρχαίων από το πρωτότυπο στο γυμνάσιο, πότε επαναφέροντάς τη. Απλώς θα ήθελα κάποιος από τους επαΐοντες να μου εξηγήσει μέσα από ποιες διαδρομές η ελληνική εκπαίδευση έχει φτάσει στο σημερινό της επίπεδο. Οπου οι σπουδές των κλασικών γραμμάτων είναι υποβαθμισμένες και όπου, όπως λένε, από τις σχολές ενδέχεται να αποφοιτήσεις χωρίς να έχεις διαβάσει έναν ολόκληρο διάλογο του Πλάτωνα.
Ας μη γελιόμαστε. Από τον καιρό του Κοραή ήδη η σπουδή των κλασικών γραμμάτων για τους σύγχρονους Ελληνες έχει διττή σημασία. Μας δίνει μια πολιτισμική ταυτότητα η οποία μας συνδέει με το χρονικό βάθος της ύπαρξής μας, μας προσφέρει μια διαχρονία, συγχρόνως όμως μας επιτρέπει να συνεννοηθούμε με τον σύγχρονο κόσμο ο οποίος μοιράζεται μαζί μας αυτήν τη διαχρονία. Και εκεί είναι το δίλημμα που αντιμετωπίζουμε εμείς, ως σύγχρονοι Ελληνες, σήμερα. Θα δεχθούμε αυτό που διαπιστώνει η Γιουρσενάρ, ότι τα κλασικά γράμματα δεν είναι πια μέρος της κοινής μας ευαισθησίας; Θα δεχθούμε και τα παρελκόμενα; Τις επιθέσεις της πολιτικής ορθότητας οι οποίες παλεύουν να καταπνίξουν ό,τι μας έχει απομείνει από τις σπίθες του πολιτισμού στον βάλτο της αδράνειας που επιβάλλει ο ναρκισσισμός του παρόντος; Ναι, είμαστε οι εξυπνότεροι, οι ομορφότεροι, οι δεν ξέρω γω τι από όλους τους πολιτισμούς της Ιστορίας. Δεν έχουμε δούλους, οι γυναίκες είναι ίσες με τους άνδρες, αποστρεφόμαστε τις φυλετικές διακρίσεις. Και πολύ καλά κάνουμε. Μήπως όμως θα έπρεπε να αναρωτηθούμε πώς φτάσαμε ώς εδώ; Και αντί να αποστρεφόμαστε τους «αρχαίους» επειδή δεν σκέφτονται όπως εμείς, να αναρωτηθούμε πώς αυτοί φρόντισαν να μας δείξουν τα πνευματικά –ανθρώπινα– εργαλεία για να φτάσουμε εκεί που φτάσαμε;
Ο Πλάτων στην «Πολιτεία» προτείνει διάφορες πολιτικές συνταγές. Δεν ενδιαφέρουν τον σύγχρονο αναγνώστη. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι ότι ένας περίεργος τύπος που τον έλεγαν Σωκράτη και έζησε τον 5ο π.Χ. αιώνα άρχισε να αναρωτιέται πώς πρέπει να είναι το δίκαιο πολίτευμα που θα κάνει ευτυχισμένους όλους τους πολίτες του. Το ανθρώπινο σύμπαν ακόμη το αναζητάει.
Οφείλουμε να συνεχίσουμε να διδάσκουμε τους κλασικούς όχι επειδή είναι «επίκαιροι», επειδή δηλαδή λένε αυτά που θέλουμε να ακούσουμε. Οι κλασικοί είναι ανεπίκαιροι, κι ας μιλούν την ίδια γλώσσα με εμάς – γι’ αυτό έχει σημασία το πρωτότυπο. Κι επειδή είναι «ανεπίκαιροι», μας επιτρέπουν να πάρουμε τις αποστάσεις από την «επικαιρότητά» μας, την απολυταρχική σκέψη του καιρού μας. Το είχε πει ο Μπουαλό τον 17ο αιώνα. «Πάω στους κλασικούς για να απελευθερωθώ από τις δουλείες του καιρού μου».
πηγή:kathimerini