Τα αυξανόμενα ποσοστά εγκατάλειψης των σπουδών και η αύξηση του χρόνου λήψης πτυχίου, που δημοσιεύτηκαν στην Καθημερινή της Κυριακής (19/3/22), ενισχύουν την προοπτική απαξίωσης της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας. Η κρίση αφορά πρωτίστως στη μεσαία τάξη που υπερεκπροσωπείται μεταξύ των φοιτητών. Τα πανεπιστήμια βρίσκονται σε ιστορικό μεταίχμιο, όπου το παλιό δεν λειτουργεί και το νέο δεν έχει ακόμα γεννηθεί. Η αποφυγή της απαξίωσης απαιτεί δημιουργία πολλών νέων θέσεων εργασίας υψηλής ειδίκευσης με ενίσχυση της «οικονομίας της γνώσης» και αυτές να καλύπτονται από κατάλληλα εκπαιδευμένους. Για να συμβεί, πρέπει να αλλάξει ο προσανατολισμός των πανεπιστημίων που επικράτησε στο παρελθόν. Από το δημόσιο και την εκπαίδευση να στραφούν στην προετοιμασία για την απασχόληση των αποφοίτων τους, πρωτίστως, στον ιδιωτικό τομέα. Ιδίως σε εκείνον με εξαγωγικό προσανατολισμό, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα και την επέκτασή του. Επιπλέον, χρειάζεται να διευρυνθούν οι εκπαιδευτικές επιλογές των φοιτητών και η ποιοτική εκπαίδευσή τους να τεθεί στο επίκεντρο της καθημερινής λειτουργίας των ιδρυμάτων. Πώς μπορούμε να τα πετύχουμε αυτά; Τα τελευταία χρόνια έγιναν βήματα προς την κατεύθυνση, αφενός, της ανόδου των ακαδημαϊκών ικανοτήτων των εισερχόμενων φοιτητών, με την θεσμοθέτηση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής και, αφετέρου, της σύνδεσης των πανεπιστημίων με την αγορά εργασίας και την ενδυνάμωση του ρόλου τους στην ανάπτυξη της καινοτόμου επιχειρηματικότητας. Τα βήματα όμως πρέπει, στη συνέχεια, να γίνουν άλματα. Χρειάζεται να ενισχυθεί περαιτέρω η στρατηγική ικανότητα, η εσωτερική ευελιξία και η αυτονομία των πανεπιστημίων, πάντα με παράλληλη ενίσχυση των θεσμικών αντιβάρων ελέγχου και λογοδοσίας όλων των οργάνων διοίκησής τους. Για να μπορούν να αναδιαρθρωθούν, συγχωνεύοντας και καταργώντας Τμήματά τους και ιδρύοντας νέα προγράμματα σπουδών, στο πλαίσιο ευρύτερων Σχολών. Εμπλουτίζοντας τις προσφερόμενες σπουδές και τις επιλογές των φοιτητών σε σύγχρονα αντικείμενα με ζήτηση, που βελτιώνουν τις επαγγελματικές προοπτικές των αποφοίτων. Με στρατηγικό σχέδιο που αξιολογείται από την ΕΘΑΑΕ και ανάθεση στα ίδια τα ιδρύματα της κατανομής στις Σχολές του συνολικού αριθμού εισακτέων, που καθορίζει το υπουργείο ανά ίδρυμα. Με ταυτόχρονη αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης εκείνων των ιδρυμάτων που συνδέονται καλύτερα με την αγορά εργασίας, ώστε να αποκτήσουν ισχυρά κίνητρα στην κατεύθυνση αυτή. Είναι επίσης απαραίτητο –χωρίς άλλη καθυστέρηση- να ενισχυθεί ο τεχνολογικός τομέας με έμφαση στις εφαρμογές των επιστημών και της τεχνολογίας στους χώρους εργασίας. Με την απαραίτητη θεσμική διάκριση στο πλαίσιο του πανεπιστημιακού τομέα, κατάλληλα κριτήρια πιστοποίησης των προγραμμάτων και υποχρεωτική πρακτική άσκηση μεγαλύτερης διάρκειας. Με προτεραιότητα στους κλάδους σπουδών που –παρά την υψηλή ακόμα ανεργία και την υποαπασχόληση των πτυχιούχων- ήδη παρατηρούνται μεγάλες ελλείψεις κατάλληλα εκπαιδευμένου προσωπικού στην αγορά εργασίας (πληροφορική, τουρισμός, «πράσινη» ανάπτυξη, υπηρεσίες τρίτης ηλικίας, κλπ.). Απαιτείται ακόμη, επέκταση της πρακτικής άσκησης των φοιτητών στις επιχειρήσεις με αξιοποίηση των διαθέσιμων κρατικών πόρων για τη μόχλευση και ιδιωτικών, και φοροαπαλλαγή τους. Η επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών όσων επιχειρήσεων κρατούν στη θέση εργασίας τους πρακτικά ασκούμενους φοιτητές, μπορεί να δημιουργήσει ένα αποτελεσματικό fast track από την ανώτατη εκπαίδευση στην απασχόληση, αυξάνοντας το ενδιαφέρον για ολοκλήρωση των σπουδών, ενισχύοντας και τη στροφή της ζήτησης από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα. Στη στρατηγικής σημασίας στροφή θα συμβάλλει και η οργάνωση της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών αποκλειστικά σε δεύτερο κύκλο σπουδών, για αριθμό που έχει πραγματικές πιθανότητες να εργαστεί ως εκπαιδευτικός, περιορίζοντας τους δήθεν «αδιόριστους εκπαιδευτικούς». Για τη στροφή των πανεπιστημίων στη φοιτητοκεντρική μάθηση, απαιτείται, καταρχάς, να φέρουμε την εισαγωγή ποιο κοντά στις προτιμήσεις των φοιτητών, κάτι που –παραδόξως- επιτυγχάνεται καλύτερα όταν ο αριθμός των δυνατών προτιμήσεων στο μηχανογραφικό περιοριστεί δραστικά σε μονοψήφιο. Επιπλέον, η εισαγωγή σε Σχολή που προσφέρει διαφορετικά προγράμματα (αντί για τα εξειδικευμένα Τμήματα) διευρύνει τις επιλογές των φοιτητών, αυξάνοντας το ενδιαφέρον και την ελκυστικότητα των σπουδών. Σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξει και η ανανέωση των μεθόδων διδασκαλίας στην κατεύθυνση της «ενεργού μάθησης», με σύγχρονα μέσα διδασκαλίας και εργαστήρια, ηλεκτρονικές πηγές και συγγράμματα, και με την υποστήριξη των νεοσύστατων Κέντρων Διδασκαλίας και Μάθησης των πανεπιστημίων. Ενώ η αναθεώρηση και αναδιάρθρωση των προγραμμάτων σπουδών, με εναρμόνιση της δομής και της διάρκειάς τους με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, όπου κυριαρχούν οι τριετείς σπουδές, θα συμβάλλει στη μεγαλύτερη και έγκαιρη ολοκλήρωση των σπουδών, χωρίς εκπτώσεις στην ποιότητα της μάθησης. Η πραγματική διεύρυνση των επιλογών των φοιτητών και η αύξηση των ποσοστών ολοκλήρωσης των σπουδών, δεν μπορεί να επιτευχθεί αν –για οικονομικούς λόγους- δεν μπορούν όλοι να σπουδάσουν αυτό που τους ενδιαφέρει. Για τούτο είναι απαραίτητο να ενισχυθούν οι υποτροφίες για τους καλύτερους, τα δάνεια για όλους -με σταδιακή καταβολή ανάλογη της προόδου στις σπουδές τους, και αποπληρωμή τους μόνο όταν μπορούν-, καθώς και η επέκταση της φοιτητικής κατοικίας, με ΣΔΙΤ για την ταχύτερη ολοκλήρωση και καλύτερη λειτουργία τους. Τα βήματα που έγιναν τα τελευταία τρία χρόνια πρέπει να συνεχιστούν, με μεγαλύτερη τόλμη και αποφασιστικότητα. Όπως τόνισε και ο πρωθυπουργός πρόσφατα στην ομιλία του στο Μέγαρο Μουσικής «στα πανεπιστήμια έχουμε ακόμη πολλή δουλειά να κάνουμε». * τέως Γενικός Γραμματέας Ανώτατης Εκπαίδευσης Πηγή: H ΚΑΘΗΜΕΡΙΑΝΗ
Σχόλια (
)
|