Νιώθω αμηχανία όπως οι περισσότεροι», έλεγε εμπιστευτικά στην «Κ» ένα από τα εξέχοντα μέλη των Trustees του Βρετανικού Μουσείου μετά την ακύρωση της χθεσινής, προγραμματισμένης, συνάντησης του Ρίσι Σούνακ και του Κυριάκου Μητσοτάκη, με πρωτοβουλία του Βρετανού πρωθυπουργού, που προκάλεσε μια παγωμάρα στις σχέσεις των δύο χωρών με φόντο τα 2.500 ετών Γλυπτά του Παρθενώνα. Πριν από λίγες ημέρες, όμως, η ατμόσφαιρα ενόψει της επίσκεψης Μητσοτάκη έμοιαζε κάθε άλλο παρά ψυχρή. Μέλη των Trustees, του επιστημονικού σώματος που είναι επιφορτισμένο με τη διαφύλαξη της συλλογής του Βρετανικού Μουσείου και δεκάδες άλλοι καλεσμένοι του ιδρύματος που απόλαυσαν ένα δείπνο για πρώτη φορά στην γκαλερί Ντουβίν, εκεί όπου φυλάσσονται τα Γλυπτά του Παρθενώνα, άκουγαν τον Τζορτζ Οσμπορν, τον πρόεδρο του μουσείου και πρώην υπουργό με το κόμμα των Συντηρητικών του Ρίσι Σούνακ, να λέει για τη συμφωνία που θέλει να κλείσει με την Ελλάδα: «Μια συμφωνία που επιτρέπει στα σημαντικά αυτά γλυπτά να τα δει το κοινό στην Αθήνα και στο Λονδίνο. Μια συμφωνία που θα επιτρέπει σε θησαυρούς από την Ελλάδα, που δεν έχουν βγει ποτέ από εκείνη τη χώρα, να παρουσιαστούν εδώ, στο Βρετανικό Μουσείο». Από τον διάλογο στη ρήξηΕίναι μάλλον αναμενόμενο, λοιπόν, ο καθένας που άκουσε αυτή την ομιλία, αλλά και που παρακολουθεί τις εξελίξεις στις διαπραγματεύσεις των δύο πλευρών, να αισθάνεται αμήχανος και μπερδεμένος με τις τελευταίες εξελίξεις. Μετά την περυσινή (υπερ)κινητικότητα στο θέμα των Γλυπτών και τις πληροφορίες για τον σχεδιασμό μιας συμφωνίας, περάσαμε στη στασιμότητα και χθες στη ρήξη. Θα επηρεάσει, άραγε, το διπλωματικό αυτό επεισόδιο τις συζητήσεις μεταξύ Βρετανικού Μουσείου και Ελλάδας; «Οι συζητήσεις με την Ελλάδα για μια Συνεργασία για τον Παρθενώνα (Parthenon Partnership) συνεχίζονται (on-going) και είναι εποικοδομητικές. Πιστεύουμε ότι αυτού του είδους η μακροχρόνια συνεργασία θα επιτύχει τη σωστή ισορροπία μεταξύ του να μοιραζόμαστε τα καλύτερα αντικείμενα της συλλογής μας με επισκέπτες σε όλο τον κόσμο και να διατηρούμε την ακεραιότητα της υπέροχης συλλογής μας στο μουσείο», λέει στην «Κ» εκπρόσωπος του Βρετανικού Μουσείου, επαναλαμβάνοντας –ακόμη και μετά τα πρόσφατα γεγονότα– τη σταθερή θέση του μουσείου. Εκπρόσωπος του Parthenon Project, του οργανισμού που προωθεί την επανένωση των Γλυπτών στη βάση μιας πολιτιστικής ανταλλαγής, εμφανίστηκε επικριτικός σε σχέση με τη στάση του Ρίσι Σούνακ απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη. «Είναι ντροπή που ο Βρετανός πρωθυπουργός αισθάνεται ότι δεν μπορεί να συζητήσει το θέμα των Μαρμάρων με τον Ελληνα ομόλογό του, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς πόσα μπορούν να κερδίσουν οι δύο χώρες από μια λογική επίλυση του ζητήματος», δήλωσε, επαναλαμβάνοντας τη θέση του Parthenon Project πως Αθήνα και Λονδίνο μπορούν να «συμφωνήσουν ότι διαφωνούν» στο θέμα της ιδιοκτησίας των Γλυπτών και ότι θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα διμερές ίδρυμα με στόχο την εκπαιδευτική συνεργασία των δύο χωρών και τη χρηματοδότηση του επανασχεδιασμού της γκαλερί Ντουβίν του Βρετανικού Μουσείου. Στο πακέτο της πρότασης, το εν λόγω ίδρυμα θα χρηματοδοτούσε και τη νέα πτέρυγα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, όπως είπαν στην «Κ» πηγές του Parthenon Project. Οι ίδιες πηγές ήταν συγκρατημένες για τον τρόπο με τον οποίο θα συνεχιστούν οι συζητήσεις και η γενικότερη εκτίμηση είναι πως θα χρειαστεί χρόνος μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα. «Οι συζητήσεις με την Ελλάδα για μια Συνεργασία για τον Παρθενώνα συνεχίζονται και είναι εποικοδομητικές», λέει στην «Κ» εκπρόσωπος του Βρετανικού Μουσείου. Ποια είναι όμως αυτή η «συμφωνία» την οποία όλοι επιθυμούν, αλλά δεν καταφέρνουν; Ο Τζορτζ Οσμπορν έχει περιγράψει τις αδρές γραμμές σε δημόσιες παρεμβάσεις του. Στην πιο πρόσφατη από αυτές, στο δείπνο με τους Trustees, μίλησε για μια συμφωνία που θα δώσει τη δυνατότητα πολιτιστικών ανταλλαγών με την ελληνική πλευρά. Σκιαγράφησε και το νομικό κομμάτι της συμφωνίας των δύο πλευρών, λέγοντας ότι «αναζητούμε μια συνεργασία με τους Ελληνες φίλους μας με την οποία κανείς δεν θα χρειάζεται να παραιτηθεί από τις αξιώσεις του, δεν θα χρειάζεται αλλαγή σε νόμους που δεν είναι ευθύνη μας να γράψουμε, αλλά που θα βρίσκει έναν πρακτικό, πραγματιστικό και ορθολογικό τρόπο να πάμε μπροστά». Αυτό που εννοεί ο Οσμπορν είναι ότι η «υβριδική», όπως έχει ονομαστεί, συμφωνία θα σέβεται τις κόκκινες γραμμές των δύο πλευρών, δηλαδή το ιδιοκτησιακό ζήτημα, που είναι εξαιρετικά σοβαρό και ακανθώδες. Η Ελλάδα δεν μπορεί να αποδεχθεί κανενός είδους «δανεισμό» των Γλυπτών του Παρθενώνα, καθώς έτσι θα αναγνωρίζει τη βρετανική κυριότητα επί των αρχαιοτήτων. Από την άλλη, το Βρετανικό Μουσείο δεν θέλει να εμφανιστεί οποιαδήποτε απομάκρυνση των Γλυπτών ως μόνιμη «απόσπαση» από τη συλλογή του, διότι τότε θα παραβιάζει τη νομοθεσία που διέπει τη λειτουργία του (νόμος 1963). Γι’ αυτό και η βρετανική πλευρά επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία και σε όλους τους τόνους ότι δεν θα προχωρήσει σε νομοθετική αλλαγή για να διευκολύνει οποιαδήποτε συμφωνία. Πρακτικά, το ζήτημα των Γλυπτών δεν έχει αλλάξει στον πυρήνα του. Το «αγκάθι» της ιδιοκτησίας παραμένει και για τις δύο πλευρές. Κάπως έτσι, οι νομικοί των δύο πλευρών προσπαθούν να βρουν μια φόρμουλα που με λίγα λόγια θα έχει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Ακόμη και έτσι, πάντως, οι συμβιβασμοί θα είναι αναγκαίοι, οι οποίοι θα πρέπει να έχουν τη συναίνεση των κυβερνήσεων των δύο χωρών και της κοινής γνώμης. «Μπορεί να μην πετύχουμε. Αλλά πιστεύουμε ότι αξίζει να προσπαθήσουμε», κατέληξε ο Τζορτζ Οσμπορν στο δείπνο με τους Trustees. Πηγή:www.kathimerini.gr
Σχόλια (
)
|