Θέματα PISA μπαίνουν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ενόψει του επόμενου διαγωνισμού του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με αναλυτικό δημοσίευμα του Απόστολου Λακασά στην Καθημερινή.
Θυμίζουμε ότι ο διαγωνισμός PISA ξεκίνησε το 2000 και οργανώνεται κάθε τρία χρόνια σε 15χρονους – 16χρονους μαθητές. Οι μαθητές εξετάζονται στα μαθηματικά, στην κατανόηση κειμένου και στις φυσικές επιστήμες. Στον τελευταίο διαγωνισμό (οργανώθηκε το 2022 αντί του 2021 λόγω της πανδημίας) πήραν μέρος περίπου 690.000 μαθητές από 81 χώρες (38 χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ και 43 επιπλέον χώρες). Την Ελλάδα εκπροσώπησαν 6.578 μαθητές γεννημένοι το 2006, από 242 γυμνάσια, γενικά λύκεια και επαγγελματικά λύκεια όλης της χώρας. Η χώρα μας στα μαθηματικά κατατάχθηκε στην 44η θέση, στην κατανόηση κειμένου στην 41η, ενώ στις φυσικές επιστήμες βρέθηκε στην 44η θέση. Σε όλους τους διαγωνισμούς η Ελλάδα κινήθηκε στις ίδιες θέσεις και είχε επιδόσεις κάτω του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ.
Ετσι, κατά το τρέχον σχολικό έτος στην Τράπεζα Θεμάτων της Α΄ Λυκείου θα καταρτιστούν θέματα με τη λογική και τη διατύπωση που υιοθετεί ο διαγωνισμός PISA. Η απόφαση για «φροντιστήριο» στο PISA ελήφθη διότι θεωρείται ότι τα θέματα του διαγωνισμού δεν συνάδουν με τη φιλοσοφία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος και άρα οι μαθητές δεν έχουν εξοικειωθεί με αυτά. Συγκεκριμένα, στο PISA οι μαθητές δεν καλούνται να λύσουν ασκήσεις με βάση τη θεωρία, όπως έχουν συνηθίσει, αλλά να εφαρμόσουν τη θεωρία λύνοντας πρακτικά ζητήματα.
Η μη εξοικείωση των Ελλήνων μαθητών με τη φιλοσοφία των θεμάτων του PISA είναι ένας λόγος που προβάλλεται για να δικαιολογηθεί η αποτυχία της χώρας. Στο ίδιο πλαίσιο, οι χώρες που πηγαίνουν καλά έχουν οργανώσει την εκπαιδευτική διαδικασία (βιβλία, μέθοδοι διδασκαλίας) με βάση το μοντέλο του PISA.
Να θυμίσουμε ότι ο διευθυντής του Προγράμματος Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών (PISA) Αντρέας Σλάιχερ, επιχείρησε , για πολλοστή φορά, να πετάξει την ευθύνη για τα αποτελέσματα στους ίδιους τους μαθητές, τους γονείς τους και τους δασκάλους τους:
«Σημαντικό όμως είναι οι μαθητές να αποκτήσουν οι ίδιοι μεγαλύτερη ευθύνη για τη μάθησή τους, πέρα από κάθε πανδημία. Αυτό είναι ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα που χρειάζονται για τη διά βίου αναβάθμιση των προσόντων τους και την επανεκπαίδευσή τους στις μέρες μας. Είδατε από τα δεδομένα που αναλύσαμε πόσο σημαντικό είναι οι μαθητές να έχουν δασκάλους που ξέρουν ποιοι είναι, ποιοι θέλουν να γίνουν και, όπως είπα ήδη, που να νοιάζονται για το ταξίδι τους», είπε μεταξύ άλλων, και πρόσθεσε: «Η οικοδόμηση ισχυρών συνεργασιών με τις οικογένειες και η συμμετοχή των γονέων στη μάθηση των μαθητών είναι επίσης πολύ σημαντική».
Παράλληλα πρέπει να θυμίσουμε ότι η αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και Εθνική Συντονίστρια του διαγωνισμού PISA κ. Χρύσα Σοφιανοπούλου, σε άρθρο της που δημοσίευσε χθες η διαΝέοσις, ανέφερε ότι : "Στην Ελλάδα, το 1% των μαθητών φοιτούσε σε σχολείο όπου οι διευθυντές είχαν την κύρια ευθύνη για την πρόσληψη των εκπαιδευτικών (μέσος όρος ΟΟΣΑ: 60%) και το 3% φοιτούσε σε σχολείο όπου οι εκπαιδευτικοί είχαν την κύρια ευθύνη για την επιλογή του μαθησιακού υλικού (μέσος όρος ΟΟΣΑ: 76%). Πολλά σχολικά συστήματα υψηλών επιδόσεων τείνουν να αναθέτουν στους διευθυντές και τους εκπαιδευτικούς αυτές τις αρμοδιότητες".
Πηγή:alfavita.gr