Όπως έχει γράψει το alfavita.gr o Κυριάκος Πιερρακάκης συναντήθηκε το πρώτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου 2023 στο Παρίσι με τον Γενικό Γραμματέα του OECD Mathias Cormann και τον Διευθυντή Εκπαίδευσης και Δεξιοτήτων Andreas Schleicher στο πλαίσιο της 42ης διάσκεψης της UNESCO.
Σύμφωνα με τον υπουργό Παιδείας έγινε ανταλλαγή απόψεων γύρω από τις πολιτικές για την παιδεία που εφαρμόζονται στην Ευρώπη και διεθνώς, ενώ επικεντρωθήκαν σε πρακτικές που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στην Ελλάδα.
Παράλληλα με αφορμή τις επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών στο Διεθνές Πρόγραμμα #PISA του #OECD, συζήτησαν για αλλαγές στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
«Πρόθεσή μας είναι να ενισχύσουμε τη σχέση και τη συνεργασία μας με τον ΟΟΣΑ σε θέματα παιδείας, συμμετέχοντας σε περισσότερες από τις έρευνές του, με απώτερο στόχο την παραγωγή πρακτικών λύσεων σε προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε στη χώρα μας» σημείωσε ο υπουργός Παιδείας Κυριάκος Πιερρακάκης.
Μια πρώτη εικόνα για τις πολιτικές που προωθεί ο ΟΟΣΑ στη χώρα μας δίνει το άρθρο του Andrea Schleicher, Διευθυντή Εκπαίδευσης και Δεξιοτήτων του Οργανισμού, ο οποίος ηγείται του Προγράμματος Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών (PISA), ο οποίος προτείνει μια "φαρμακευτική αγωγή"
Με το άρθρο του που φέρει τον τίτλο "Σχεδιάζοντας την Εκπαιδευτική Απάντηση της Ελλάδας στις Πραγματικότητες του 21ου αιώνα" ο κ. Andreas Schleicher, φέρνει ως παράδειγμα μεταρρύθμισης την παροχή αυτονομίας σε κάθε σχολείο για να επιλέγει το ίδιο τους εκπαιδευτικούς που θα μπουν στην τάξη για να διδάξουν τους μαθητές.
Τι σημειώνει, ανάμεσα σε άλλα, το στέλεχος του ΟΟΣΑ;
Ο Andreas Schleicher αρχικά σημειώνει ότι «στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία, όπου η τεχνητή νοημοσύνη και η ψηφιοποίηση αναδιαμορφώνουν γρήγορα τον κόσμο, είναι ζωτικής σημασίας η διδασκαλία και η μάθηση να καινοτομούν για να διασφαλιστεί ότι η εκπαίδευση παραμένει σε διαρκή σχέση με τις παραπάνω εξελίξεις. Το Πρόγραμμα Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών (PISA) χρησιμεύει ως πυξίδα, καθοδηγώντας τις χώρες προς αποτελεσματικές εκπαιδευτικές πολιτικές, επιτρέποντας στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να συγκρίνουν τα εκπαιδευτικά συστήματα 81 χωρών και οικονομιών. Στα τελευταία αποτελέσματα, η Ελλάδα σημείωσε πτώση στη μέση επίδοσή της στα μαθηματικά, την κατανόηση κειμένου και τις θετικές επιστήμες - πέφτοντας στα χαμηλότερα επίπεδα που έχει καταγράψει ποτέ η PISA».
Και καταλήγει:
«Τι πρέπει λοιπόν να γίνει; Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα θα πρέπει να έχουν περισσότερη πραγματική αυτονομία για να επιτυγχάνουν καλύτερα αποτελέσματα για τους μαθητές. Στην Ελλάδα, το 1% των μαθητών φοιτά σε σχολείο όπου οι διευθυντές έχουν την κύρια ευθύνη για την πρόσληψη εκπαιδευτικών, έναντι του μέσου όρου του ΟΟΣΑ που είναι 60%.»
Τι προετοιμάζει, αλήθεια, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας με τη συμφωνία με τον ΟΟΣΑ; Και πως "δένεται" η απόφαση με το νέο τεστ που ετοιμάζεται;
Οι αφανείς στόχοι και οι επιδιώξεις ξεκαθαρίζουν αν παρακολουθήσουμε τις κατευθύνσεις-οδηγίες-επιβολές ΟΟΣΑ για το παραπάνω θέμα. Με τίτλο «Ευθυγραμμίζοντας τα εκπαιδευτικά επίπεδα με την αξιολόγηση των μαθητών» ο ΟΟΣΑ καταλήγει σε μια οδηγία που είναι και το «ζουμί» της πολιτικής του ΥΠΑΙΘΑ.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, «η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, του εκπαιδευτικού καθώς και τα τυποποιημένα τεστ για την αξιολόγηση των μαθητών σε εθνικό επίπεδο πρέπει να εξεταστούν μαζί, έτσι ώστε όχι μόνο να είναι αποτελεσματικές οι νέες πολιτικές όσον αφορά την επίτευξη των στόχων του πλαισίου αξιολόγησης, αλλά και να δημιουργούν συμπληρωματικότητες, να αποφεύγεται η αλληλοεπικάλυψη και να προλαμβάνεται η ασυνέπεια μεταξύ των στόχων».
Με λίγα λόγια η στόχευση είναι το να αποτελέσουν η «απόδοση» των μαθητών και τα «μαθησιακά αποτελέσματα» βασικό «πυλώνα» του νέου «οικοδομήματος» αξιολόγησης της σχολικής μονάδας και των εκπαιδευτικών. Οπως είναι γνωστό, με το ν.4692/2020 έχει ήδη θεσμοθετηθεί η εξωτερική αξιολόγηση των σχολείων και αυτή την περίοδο το ΥΠΑΙΘ προωθεί με κάθε μέσο την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.
Το ΥΠΑΙΘΑ στο πλαίσιο αυτό, με βάση την ψηφιοποίηση των υπηρεσιών της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ), έχει έτοιμη την «έξυπνη» πλατφόρμα και Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα «στο οποίο θα γίνεται η συστηματική καταχώριση των δεδομένων της αξιολόγησης μαθητών, εκπαιδευτικών, σχολείων και εκπαιδευτικού έργου καθώς και η επεξεργασία των δεδομένων και της εσωτερικής και της εξωτερικής αξιολόγησης των σχολικών μονάδων, της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών καθώς και των στελεχών εκπαίδευσης» («Βίβλος Ψηφιακού Μετασχηματισμού 2020-2025»).
Ιχνηλατώντας τη συνταγολογία
Τη «γραμμή» σύνδεσης των επιδόσεων των μαθητών με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και παράλληλα την κατανομή των κρατικών πόρων βάσει αποτελεσμάτων και λογοδοσία βάσει επίδοσης καθόλου τυχαία την ανακαλύπτουμε την τελευταία δεκαετία να διαπερνά την εκπαιδευτική πολιτική του ΥΠΑΙΘΑ.
Μια παρόμοια πρόθεση εκδηλώθηκε, αλλά δεν προχώρησε, τον Μάρτιο του 2013, όταν επιχειρήθηκε να εισαχθεί στον ν. 4142/2013 «Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΕ)» τροπολογία για την αξιολόγηση σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση που όριζε με σαφήνεια, ανάμεσα σε άλλα, ότι η αξιολόγηση-κρίση των εκπαιδευτικών θα γίνεται με βάση τις επιδόσεις των μαθητών τους.
Ενάμιση χρόνο αργότερα με άρθρο του στην «Καθημερινή της Κυριακής» (16/11/2014), με τίτλο «Η επόμενη μέρα: Μεταρρυθμιστικό άλμα στο αύριο», ο τότε πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς ανακοίνωνε, ανάμεσα σε άλλα, το επόμενο κύμα μεταρρυθμίσεων στην Παιδεία με τα παρακάτω λόγια: «Αναβάθμιση της δημόσιας Παιδείας, ώστε να κρίνεται το έργο των εκπαιδευτικών από τα αποτελέσματά τους, δηλαδή από τις επιδόσεις των μαθητών στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο».
Αλλά και στις 31-8-2017 ο υπουργός Παιδείας, Κώστας Γαβρόγλου, σε συνέντευξή του στον Real Fm αναφερόμενος στο νέο Λύκειο δήλωσε ότι «το διαγώνισμα του Ιανουαρίου θα είναι ένας τρόπος να δούμε αν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές είναι αποτελεσματικοί». Με τη δήλωση αυτή ουσιαστικά αποκαλυπτόταν ότι στις προθέσεις του υπουργείου Παιδείας ήταν να καθορίζονται ως κριτήρια αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και των σχολικών μονάδων τα μαθησιακά αποτελέσματα, δηλαδή οι επιδόσεις των μαθητών.
Στο προωθούμενο αυτό νέο πλαίσιο οι εκπαιδευτικοί «χρεώνονται» την επιτυχία ή αποτυχία των μαθητών τους και η διοίκηση του σχολείου «χρεώνεται» -με τη σειρά της- την επιτυχία και την αποτυχία όλων.
Οι "συνταγές" ΟΟΣΑ αποτελούν το "νεοφιλελεύθερο ευαγγέλιο" για τις εκπαιδευτικές αλλαγές
Αδιαμφισβήτητα ένα από τα πλέον κομβικά σημεία αποτελεί η ενεργή ανάμειξη του ΟΟΣΑ στα ελληνικά εκπαιδευτικά πράγματα το 2011, με το ρόλο του "ανεξάρτητου αξιολογητή" της ελληνικής εκπαίδευσης. Ο διεθνής αυτός οργανισμός ο οποίος ασχολείται μεταξύ άλλων και με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών συστημάτων των διαφόρων χωρών κλήθηκε από την τότε ελληνική κυβέρνηση να "διαγνώσει" τα προβλήματα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος και να διατυπώσει προτάσεις "μεταρρύθμισής" του. Παρέδωσε στο πλαίσιο αυτό, στην ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, μία μελέτη με τίτλο "Καλύτερες Επιδόσεις και Επιτυχείς Μεταρρυθμίσεις στην Εκπαίδευση. Προτάσεις για την εκπαιδευτική πολιτική στην Ελλάδα". Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι η έκθεση αυτή έθεσε την τεχνοκρατική βάση για όλες τις αλλαγές στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα καθώς χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα ως "νεοφιλελεύθερο ευαγγέλιο".
Αυτός είναι ο οργανισμός που σύμφωνα με την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας θα μας παρέχει την «τεχνογνωσία» του για «φιλολαϊκές» μεταρρυθμίσεις που δε θα είναι «συνώνυμο της απορρύθμισης», αλλά «συνώνυμο της αναγκαίας αλλαγής»...
Τι ακριβώς, όμως, σημείωνε ο ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση στη χώρα μας;
1. «Η μισθολογική δαπάνη ανά μαθητή είναι άνω του μέσου όρου του ΟΟΣΑ, κυρίως επειδή οι Ελληνες εκπαιδευτικοί έχουν λιγότερες διδακτικές ώρες και η Ελλάδα έχει μικρότερες σε αριθμό μαθητών τάξεις»
2. «Η μέση αναλογία μαθητών/εκπαιδευτικών και ο αριθμός μαθητών ανά τάξη στην Ελλάδα είναι σημαντικά χαμηλότερα από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες».
3. «Οι εκπαιδευτικοί στην Ελλάδα διδάσκουν σημαντικά λιγότερες ώρες ετησίως από σχεδόν όλες τις άλλες χώρες στην Ευρώπη. Το υψηλό κόστος μονάδας οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι οι Ελληνες εκπαιδευτικοί διδάσκουν σχετικά λιγότερες ώρες και η Ελλάδα έχει μικρότερες τάξεις».
4. «Η μονιμότητα της εργασίας μπορεί να δυσχεράνει επίσης την προσαρμογή του αριθμού των εκπαιδευτικών, όταν μειώνονται οι εγγραφές ή αλλάζουν τα προγράμματα μαθημάτων και μπορεί να σημαίνει ότι το βάρος της προσαρμογής βαραίνει αυτούς που δεν είναι μόνιμοι, συνήθως όσους βρίσκονται στην αρχή της σταδιοδρομίας τους. Η Ελλάδα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο, να απαιτεί από τους εκπαιδευτικούς να ανανεώνουν τα πιστοποιητικά διδασκαλίας μετά από μια χρονική περίοδο…»
5. «Η διοίκηση των σχολείων πρέπει να είναι ικανή να προσαρμόζει το εκπαιδευτικό πρόγραμμα στις τοπικές ανάγκες, να προωθεί την εργασία των εκπαιδευτικών σε ομάδες και να ασχολείται με την παρακολούθηση, την αξιολόγηση και επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών. Επιπρόσθετα, η διοίκηση του σχολείου πρέπει να μπορεί να επηρεάζει αποφάσεις πρόσληψης εκπαιδευτικών…»
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι δράσεις πρέπει να περιλαμβάνουν τα εξής: «αλλαγή των δομών διακυβέρνησης και διαχείρισης, κατάργηση, συνένωση ή συγχώνευση μικρών και μη αποδοτικών μονάδων, βέλτιστη αξιοποίηση ανθρωπίνου δυναμικού, αξιολόγηση και αύξηση των διδακτικών υποχρεώσεων των εκπαιδευτικών».
Και όποιος, χωμένος στις συστάδες των θάμνων που τον περιβάλλουν χάνει το δάσος από το οπτικό του πεδίο, καλό είναι να κάνει ένα βήμα στα πλάγια για να δει καθαρότερα μπροστά του. Δύσκολη και δυσάρεστη ενέργεια, αλλά αναγκαία.
ΠΗΓΗ:www.alfavita.gr