Αύριο Τετάρτη 22 Μαϊου 2024 θα πραγματοποιηθούν σε 660 Δημοτικά και Γυμνάσια της χώρας οι εξετάσεις της Ελληνικής Pisa σε 12.000 συνολικά μαθητές της ΣΤ΄ τάξης των Δημοτικών σχολείων και της Γ΄ τάξης των Γυμνασίων. Τα σχολεία που επελέγησαν αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα από το σύνολο των σχολείων της χώρας ανά βαθμίδα εκπαίδευσης.
Οι εξετάσεις αυτές δεν είναι κάτι καινούργιο. Διεξάγονται για 3η συνεχόμενη χρονιά (έγιναν και το 2022 και το 2023) και σχετικά με τη θέσπιση τους δεν πρόκειται για έναν αθώο σχεδιασμό του ΥΠΑΙΘΑ. «Ελληνική PISA», είναι ο όρος με τον οποίο το υπουργείο Παιδείας, παραπέμπει στις εκθέσεις αποτίμησης της αποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών συστημάτων από τον οικονομικό οργανισμό ΟΟΣΑ που αποτελούν μοχλό για την προσαρμογή των εκπαιδευτικών συστημάτων σε συγκεκριμένους στόχους.
Η λεγόμενη «Ελληνική Pisa» περιλαμβάνεται στο νόμο 4823/2021 «Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις».
Τι κρύβεται πίσω από την επιμονή του υπουργείου να πραγματοποιεί αυτές τις εξετάσεις;
1. Είναι φανερό ότι όλη η υπόθεση μπορεί να εξελιχθεί σε έναν μηχανισμό «παρακυβέρνησης» της εκπαιδευτικής διαδικασίας, καθώς τα δοκίμια αξιολόγησης θα προωθούν μια συγκεκριμένη αντίληψη για τη σχολική γνώση, τη διδασκαλία, τη μάθηση, τη σχολική επιτυχία, τον μαθητή κ.ά., που προβάλλουν (και ώς έναν βαθμό επιβάλλουν) αντίστοιχες αρχές στην οργάνωση της ίδιας της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Κοντολογίς, η «ελληνική Pisa» επιχειρεί με όχημα τα πορίσματά της (μέσα από τον έλεγχο των γλωσσικών και μαθηματικών ικανοτήτων των μαθητών) να προσανατολίσει τη σχολική εκπαίδευση σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
2. Είναι επίσης φανερό ότι το νέο καθεστώς που θα επιβάλει η «ελληνική PISA», με τον κύκλο των τεστ, μπορεί να βλάψει τους πιο αδύνατους μαθητές και να αποδυναμώσει τις σχολικές τάξεις, καθώς αναπόφευκτα συνεπάγεται όλο και περισσότερα τεστ πολλαπλής επιλογής, περισσότερα λεπτομερώς προσχεδιασμένα μαθήματα από «προμηθευτές» που βρίσκονται πάνω και έξω από το σχολείο και μεγάλο άγχος για τους εκπαιδευτικούς.
Στην πράξη, οι στόχοι της «ελληνικής Pisa» προωθούν, αντί της γνώσης, τη δεξιότητα. Ετσι, το εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει, προσαρμοζόμενο στους στόχους του προγράμματος, να «προπονεί» τους μαθητές σε τέτοιου είδους θέματα αντί να τους διδάσκει, να τους καταρτίζει αντί να τους εκπαιδεύει.
3. Οι αφανείς στόχοι και οι επιδιώξεις ξεκαθαρίζουν αν παρακολουθήσουμε τις κατευθύνσεις οδηγίες - επιβολές ΟΟΣΑ για το παραπάνω θέμα. Με τίτλο «Ευθυγραμμίζοντας τα εκπαιδευτικά επίπεδα με την αξιολόγηση των μαθητών» ο ΟΟΣΑ καταλήγει σε μια οδηγία που είναι και το «ζουμί» της πολιτικής του ΥΠΑΙΘΑ. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, «η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, του εκπαιδευτικού καθώς και τα τυποποιημένα τεστ για την αξιολόγηση των μαθητών σε εθνικό επίπεδο πρέπει να εξεταστούν μαζί, έτσι ώστε όχι μόνο να είναι αποτελεσματικές οι νέες πολιτικές όσον αφορά την επίτευξη των στόχων του πλαισίου αξιολόγησης, αλλά και να δημιουργούν συμπληρωματικότητες, να αποφεύγεται η αλληλοεπικάλυψη και να προλαμβάνεται η ασυνέπεια μεταξύ των στόχων».
Τι μας λέει;
■ Τυποποιημένη εθνική αξιολόγηση που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη σύγκριση της επίδοσης μεταξύ μαθητών, εκπαιδευτικών, σχολικών μονάδων ή περιφερειών.
■ Σύνδεση μεταξύ της αξιολόγησης μαθητών, σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών.
Η τυποποιημένη αξιολόγηση των μαθητών προβάλλεται ως η αξιολόγηση που γίνεται με τρόπο ώστε να είναι «αμερόληπτη» και τα αποτελέσματά της να μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους. Ετσι νομιμοποιείται η μέτρηση των μαθητικών επιδόσεων -τα περίφημα «μαθησιακά αποτελέσματα»- να αποτελεί τη βάση για την αξιολόγηση των σχολείων και των εκπαιδευτικών.
Ουσιαστικά η τυποποιημένη αξιολόγηση έχει γίνει ένα βασικό εργαλείο της πολιτικής των εκπαιδευτικών αλλαγών στην Ευρώπη που δίνουν έμφαση:
α. στην ποσοτική μέτρηση των μαθησιακών αποτελεσμάτων και την προτεραιότητα που δίνεται στους μαθησιακούς στόχους,
β. στην ανάπτυξη μιας νέας κοινωνικής επίβλεψης των εκπαιδευτικών και των σχολείων από τη διοίκηση της εκπαίδευσης με την ευρύτερη έννοια (τοπικές, αποκεντρωμένες αρχές περιοχών ανάλογα με τη χώρα), στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων της αποκέντρωσης και της αυτονομίας των σχολείων,
γ. στην ανάπτυξη της λογοδοσίας των σχολείων στο ευρύ κοινό και κυρίως στους γονείς.
Να Θυμίσουμε επίσης ότι στη άλλη μελέτη του ΟΟΣΑ με τίτλο "Καλύτερες Επιδόσεις και Επιτυχείς Μεταρρυθμίσεις στην Εκπαίδευση. Προτάσεις για την εκπαιδευτική πολιτική στην Ελλάδα" ο ΟΟΣΑ σημείωνε για την εκπαίδευση στη χώρα μας:
1. «Η μισθολογική δαπάνη ανά μαθητή είναι άνω του μέσου όρου του ΟΟΣΑ, κυρίως επειδή οι Ελληνες εκπαιδευτικοί έχουν λιγότερες διδακτικές ώρες και η Ελλάδα έχει μικρότερες σε αριθμό μαθητών τάξεις»
2. «Η μονιμότητα της εργασίας μπορεί να δυσχεράνει επίσης την προσαρμογή του αριθμού των εκπαιδευτικών, όταν μειώνονται οι εγγραφές ή αλλάζουν τα προγράμματα μαθημάτων και μπορεί να σημαίνει ότι το βάρος της προσαρμογής βαραίνει αυτούς που δεν είναι μόνιμοι, συνήθως όσους βρίσκονται στην αρχή της σταδιοδρομίας τους»
5. «Η διοίκηση των σχολείων πρέπει να είναι ικανή να προσαρμόζει το εκπαιδευτικό πρόγραμμα στις τοπικές ανάγκες, να προωθεί την εργασία των εκπαιδευτικών σε ομάδες και να ασχολείται με την παρακολούθηση, την αξιολόγηση και επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών. Επιπρόσθετα, η διοίκηση του σχολείου πρέπει να μπορεί να επηρεάζει αποφάσεις πρόσληψης εκπαιδευτικών…»
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι δράσεις πρέπει να περιλαμβάνουν τα εξής: «αλλαγή των δομών διακυβέρνησης και διαχείρισης, κατάργηση, συνένωση ή συγχώνευση μικρών και μη αποδοτικών μονάδων, βέλτιστη αξιοποίηση ανθρωπίνου δυναμικού, αξιολόγηση και αύξηση των διδακτικών υποχρεώσεων των εκπαιδευτικών».
πηγη:www.alfavita.gr