Εάν
ήταν εξετάσεις εισαγωγής στο πανεπιστήμιο, οι έλληνες μαθητές θα
έπαιρναν κάτω από τη βάση στη Φυσική, τα Μαθηματικά και την Κατανόηση
Κειμένου. Ετσι βαθμολόγησε τους 15χρονους μαθητές το πρόγραμμα PISA, που
μετράει και καταγράφει γνώσεις και δεξιότητες μαθητών που έχουν
ολοκληρώσει την υποχρεωτική εκπαίδευση. Η Ελλάδα, μαζί με τη Ρουμανία,
τη Βουλγαρία, την Ιταλία και την Πορτογαλία, εμφανίζει τα υψηλότερα
ποσοστά χαμηλής επίδοσης και στα τρία μαθησιακά πεδία.
Σύμφωνα
με την τελευταία έκθεση αποτελεσμάτων του προγράμματος PISA, η εικόνα
που αποτυπώνεται για τα μαθησιακά δεδομένα των ελλήνων μαθητών είναι η
εξης:
ΦΥΣΙΚΕΣ
ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ. Η μέση επίδοση των μαθητών ήταν 473 μονάδες (επίπεδο
επάρκειας 2), τιμή που υπολείπεται κατά 24 μονάδες του ευρωπαϊκού μέσου
όρου και κατατάσσει τη χώρα μας στην 23η θέση μεταξύ των 25 κρατών μελών
της Ε.Ε. Το ποσοστό των μαθητών που σημείωσαν υψηλές επιδόσεις στη
Φυσική ήταν 0,3% και συγκαταλέγεται ανάμεσα στα χαμηλότερα ποσοστά που
καταγράφονται στις χώρες της Ε.Ε. Επιπλέον, το ποσοστό των μαθητών με
χαμηλή επίδοση στις φυσικές επιστήμες (επίπεδο 1 και κάτω από 1) ήταν
24% και κατατάσσει τη χώρα ανάμεσα σε εκείνες με τα υψηλότερα ποσοστά σε
χαμηλές επιδόσεις.
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ.
Η μέση επίδοση των 15χρονων μαθητών ήταν 459 μονάδες (υπολείπεται κατά
32 μονάδες του ευρωπαϊκού μέσου όρου, που είναι 491 μονάδες) και
κατατάσσει τη χώρα μας στην 23η θέση μεταξύ των 25. Το ποσοστό των
μαθητών της χώρας που σημείωσαν υψηλές επιδόσεις (επίπεδο 5 και 6) ήταν
5% (ο ευρωπαϊκός μέσος όρος υπολογίζεται στο 11,6%) και συγκαταλέγεται
ανάμεσα στα χαμηλότερα ποσοστά που καταγράφονται για τις χώρες της Ε.Ε.
ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ
ΚΕΙΜΕΝΟΥ. Η μέση επίδοση των μαθητών ήταν 460 μονάδες, τιμή που
υπολείπεται κατά 23 μονάδες του ευρωπαϊκού μέσου όρου (486 μονάδες) και
κατατάσσει τη χώρα μας στην 23η θέση μεταξύ των 25 κρατών μελών. Το
ποσοστό των μαθητών που σημείωσαν υψηλές επιδόσεις (επίπεδο 5) ήταν 3,5%
(ο ευρωπαϊκός μέσος όρος υπολογίζεται στο 7%) και συγκαταλέγεται
ανάμεσα στα χαμηλότερα ποσοστά που καταγράφονται στις χώρες της Ε.Ε.
Το
ποσοστό των μαθητών με χαμηλή επίδοση στην κατανόηση κειμένου (επίπεδο 1
και κάτω από το 1) ήταν 27,7% (ο ευρωπαϊκός μέσος όρος υπολογίζεται στο
22,5) και κατατάσσσει τη χώρα μας ανάμεσα σε εκείνες με τα μεγαλύτερα
ποσοστά χαμηλής επίδοσης.
Ο
στόχος πάντως που είχε τεθεί από την Κομισιόν, σχετικά με τις
απογοητευτικά χαμηλές επιδόσεις των μαθητών στην κατανόηση κειμένου,
ήταν ότι μέχρι το 2010 το ποσοστό ατόμων ηλικίας 15 ετών με χαμηλές
επιδόσεις στο πεδίο αυτό πρέπει να έχει μειωθεί 20% σε σύγκριση με το
έτος 2000.
Ωστόσο,
από το 2002 μέχρι το 2006 το ποσοστό της κατηγορίας στην Ευρώπη
αυξήθηκε κατά 13,1%, γεγονός που αύξησε το 2009 την απόσταση από τον
επιδιωκόμενο στόχο κατά 7,1 ποσοστιαίες μονάδες.
Η
εικόνα για την πρόοδο της Ελλάδας ως προς τον στόχο αυτόν δεν είναι
καθόλου θετική. Την περίοδο 2000-2006 το ποσοστό των 15χρονων μαθητών με
χαμηλή επίδοση στην κατανόηση κειμένου αυξήθηκε κατά 13,5% (από 24,4%
σε 27,7%), γεγονός που κατατάσσει τη χώρα μας στη 12η θέση ανάμεσα στα
21 κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Συνολικά,
τα στοιχεία της Ελλάδας για τους μαθητές με χαμηλή επίδοση και στα τρία
πεδία μάθησης που αξιολογεί η PISA δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά. Και,
αν αναλογιστεί κανείς ότι μέσα στην επόμενη δεκαετία ο ευρωπαϊκός
στόχος είναι να μειωθεί το ποσοστό των ατόμων με χαμηλή επίδοση στο 15%,
είναι φανερό ότι η χώρα μας πρέπει να προβεί άμεσα στη λήψη κατάλληλων
μέτρων για την επίτευξη του στόχου αυτού.
Σύμφωνα
με την έκθεση της PISA, μόνο το 28% της διακύμανσης της επίδοσης
εξηγείται από τις διαφορές μεταξύ των χωρών που λαμβάνουν μέρος στο
πρόγραμμα. Το υπόλοιπο μέρος της διακύμανσης οφείλεται στις
διαφοροποιήσεις μεταξύ των σχολικών μονάδων αλλά και μεταξύ των μαθητών
μέσα στο ίδιο σχολείο. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης καλεί τα κράτη
μέλη να «βελτιώσουν την ποιότητα των παροχών στα σχολεία και να
μειώσουν τις διαφορές μεταξύ τους με σκοπό την καταπολέμηση ενδεχόμενης
κοινωνικοοικονομικής ή πολιτιστικής περιθωριοποίησης».