Του Χάρη Αθανασιάδη*
Στο σύντομο αυτό
σχόλιο θα περιοριστώ στο πιο ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μου, σημείο των
υπουργικών εξαγγελιών: Την πιο ορθολογική, σε σχέση με την προγενέστερη,
και πιο συμβατή με τις ιστορικά καταξιωμένες περιοχές της επιστημονικής
σκέψης, ανάπτυξη του λυκειακού προγράμματος σπουδών σε κατευθύνσεις
(δύο στην Β΄, τρεις στην Γ' Λυκείου). Στα θετικά, αναμφίβολα, θα πρέπει
να προσμετρηθεί η αυτονόμηση των κοινωνικών επιστημών (κατεύθυνση ΑΒ)
από τις φυσικές επιστήμες (κατεύθυνση Α) και κυρίως τις ανθρωπιστικές
σπουδές (κατεύθυνση Β), χωρίς ταυτόχρονα να παραγνωρίζονται οι μεταξύ
τους οσμώσεις. Σε μια εποχή που η Κοινωνιολογία, για παράδειγμα,
εξοβελίζεται από τα πανεπιστήμια του αγγλοσαξωνικού κόσμου, δεν μπορεί
παρά να αποτιμηθεί θετικά η αποκατάστασή της στα ελληνικά λύκεια. Ποια
Κοινωνιολογία όμως; Ποια Οικονομικά, Πολιτική Επιστήμη κ.λπ.;
ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟτου
περιεχομένου των σπουδών δεν γίνεται η παραμικρή νύξη. Οι σιωπές, όμως,
λένε συχνά περισσότερα από τις ρήσεις. Καθώς οι επιστήμες αναπτύσσονται
σε διακριτά, συχνά αντιθετικά «παραδείγματα», κάθε επιλογή γνώσεων για
σχολική χρήση προϋποθέτει τη χάραξη ενός γενικού προσανατολισμού από τον
οποίο πηγάζουν, στη συνέχεια, τα κριτήρια επιλογής. Όταν ο
προσανατολισμός δεν διασαφηνίζεται, τότε είναι το πνεύμα της εποχής που
αποφασίζει. Και το πνεύμα της εποχής κάθε άλλο παρά ριζοσπαστικό θα
μπορούσε να χαρακτηριστεί. Το ζήτημα, βεβαίως, θα επιλυθεί στο επίπεδο
των αναλυτικών προγραμμάτων, που ακούγεται πως ετοιμάζονται -οπότε θα
επανέλθουμε.
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ,
ωστόσο, ενδείξεις παρέχουν οι τίτλοι των μαθημάτων. Η διατήρηση των
Αρχαίων Ελληνικών και των Θρησκευτικών στην Α' Λυκείου μαρτυρά την
άρνηση να ξεκόψουμε οριστικά από τα ιδεολογήματα του κλασικισμού και της
σύμφυσης ελληνισμού και ορθοδοξίας. Ίσως η κατάλληλη λέξη δεν είναι
«άρνηση», αλλά «ατολμία». Διότι είναι αλήθεια ότι στις δύο τελευταίες
τάξεις η αρχαία γλώσσα και γραμματεία βρίσκουν τη σωστή τους θέση.
Περιορίζονται στις κατευθύνσεις που εισάγουν στις κλασικές σπουδές. Από
εκεί άλλωστε (από τη Β' Λυκείου) θα 'πρεπε να αρχίζει η διδασκαλία τους.
Δεν υπάρχει κανείς λόγος να διατηρούνται στο Γυμνάσιο. Όσο για την Α'
Λυκείου είναι καιρός πλέον να ενταχθεί και αυτή στην υποχρεωτική
εκπαίδευση, στο Γυμνάσιο ή, το πλέον ορθό, σε μια ενιαία δομή που θα
αντικαταστήσει το Δημοτικό και το Γυμνάσιο. Η ιστορική πραγματικότητα
που πρόκρινε την υπάρχουσα διαβάθμιση έχει προ πολλού εκλείψει, πράγμα
που σημείωνε ήδη από τη δεκαετία του 1960 ο εμπνευστής του χωρισμού στης
Μέσης Εκπαίδευσης σε Γυμνάσιο και Λύκειο, ο Ευάγγελος Παπανούτσος. Η
διατήρηση, επίσης, του μαθήματος των Θρησκευτικών (της Ορθόδοξης,
δηλαδή, κατήχησης) ως την Α' Λυκείου μόνο ως αναχρονισμός μπορεί να
ιδωθεί. Ορθά το μάθημα αυτό μετονομάζεται σε «Θρησκεία και Κόσμος» στις
δύο τελευταίες τάξεις -εάν βεβαίως ο νέος τίτλος υπονοεί τη μελέτη του
θρησκευτικού φαινομένου στις ποικίλες εκδοχές του.
ΚΡΑΤΗΣΑ για
το τέλος την υπουργική διαβεβαίωση ότι με την εφαρμογή του νέου
προγράμματος η απομνημόνευση θα δώσει επιτέλους τη θέση της στην κριτική
σκέψη. Η εισαγωγή της Ερευνητικής Εργασίας ως διακριτού μαθήματος μόνο
θετικά μπορεί να αποτιμηθεί. Το στοίχημα, ωστόσο, είναι η λογική της
κριτικής προσέγγισης της γνώσης, της στοχαστικής, δηλαδή, συνομιλίας του
μαθητή με το περιεχόμενο των μαθημάτων, να εμβολιάσει το σύνολο της
εκπαιδευτικής διαδικασίας. Εφόσον, όμως, στο όνομα της
αντικειμενικότητας, διατηρείται η κεντρική οργάνωση των εισαγωγικών
εξετάσεων, θα επιβιώσουν και όλες εκείνες οι διαδικασίες που οδηγούν στα
φροντιστήρια, την εργαλειακή τυποποίηση της γνώσης και, εν τέλει, στην
απομνημόνευση. Το ίδιο το αίτημα της αντικειμενικότητας των εξετάσεων
έχει, άλλωστε, την πηγή του έξω από το σχολείο: Όσο η ανεργία θα
αυξάνεται, ο ανταγωνισμός για τις λίγες πανεπιστημιακές σχολές που
προσφέρουν εργασιακές διεξόδους θα οξύνεται. Όσο η ανάπτυξη εκκρεμεί η
Τεχνική Εκπαίδευση θα παραμένει καχεκτική. Όσο οι πελατειακές σχέσεις
συγκροτούν τον κανόνα της κοινωνικής ζωής, το αίτημα της
αντικειμενικότητας θα βρίσκει ερείσματα. Σε τελευταία ανάλυση οι
εκπαιδευτικές ρυθμίσεις δεν επιλύουν κοινωνικά προβλήματα. Πόσο μάλλον η
μεταρρυθμιστική ρητορική.
* Ο Χ. Αθανασιάδης είναι Ιστορικός της Εκπαίδευσης