Στην
ενότητα Β (Γλωσσικές Ασκήσεις) του κριτηρίου εξέτασης στον Πανελλαδικό
Διαγωνισμό εδράζονται οι προσδοκίες για ομοιογένεια στην αξιολόγηση.
Παρά ταύτα η διατύπωση των ζητημάτων στην ενότητα αυτή αφήνει πολλά
περιθώρια υποκειμενικής εκτίμησης. Αναφέρω μερικά παραδείγματα από τον
φετινό διαγωνισμό που μοριοδοτούνται με το 28% της συνολικής
βαθμολογίας:
1. Σχετικά με το ζητούμενο Β1 ανέλυσα το πρόβλημα σε άλλο σχόλιό μου.
(http://www.alfavita.gr/artro.php?id=34093)
2. Σχετικά με το Β4 α/β ζητούμενο «γράψτε ένα συνώνυμο / ένα αντώνυμο
για την τάδε λέξη του κειμένου (σχόλιο δικό μου: χωρίς πεδίο ορισμού ως
προς το κειμενικό περιβάλλον, το ύφος ή το επίπεδο του λόγου, την
επικοινωνιακή περίσταση)»: η πολυσημία των λέξεων και τα ρευστά συχνά
όρια ανάμεσα στην μεταφορά / απόκλιση που έχει ήδη ενταχθεί στη νόρμα, και την «περιθωριακή» ή εξατομικευμένη χρήση καθιστούν
εξαιρετικά δύσκολο να καθοριστεί επακριβώς ποια λέξη είναι ή δεν είναι
συνώνυμη ή αντίθετη μιας άλλης. Επαφίεται λοιπόν (περισσότερο απ’ όσο πρέπει)
στην κρίση του βαθμολογητή η αξιολόγηση της απάντησης του μαθητή. Πχ
είναι ή όχι τα «προκαλώ, επιφέρω, δημιουργώ» συνώνυμα του «διασπείρω»
για το σύνολο των βαθμολογητών απανταχού της Ελλάδος; 3. Σχετικά με το
ζητούμενο Β3α «να αναφέρετε (σχόλιο δικό μου: άρα δεν απαιτείται
τεκμηρίωση της απάντησης) δύο από τους τρόπους ανάπτυξης της τάδε
παραγράφου»: η απλή αναφορά των τρόπων ανάπτυξης χωρίς αιτιολόγηση
(πέραν του ότι επιτρέπει την εξ αντιγραφής ή τυχαία
απάντηση)
δεν δίνει την ευκαιρία στον μαθητή να υποστηρίξει την πρότασή του. Άρα
στην περίπτωση αυτή η μόνιμη επωδός «κάθε απάντηση τεκμηριωμένη
θεωρείται αποδεκτή» παραμένει κενό γράμμα ή/και η ευθύνη της τεκμηρίωσης
περνά στα χέρια του βαθμολογητή, ο οποίος έχει καθήκον να αποκλείσει
κάθε άλλη πιθανή απάντηση. Και
στην περίπτωση λοιπόν αυτή η υποκειμενική εκτίμηση του βαθμολογητή
κρίνει την αποδοχή μιας αποκλίνουσας απάντησης, την οποία ο μαθητής δεν
καλείται να υπερασπιστεί. Ενώ βέβαια το ζητούμενο είναι να διαγνωστεί το
επίπεδο της κριτικής σκέψης του μαθητή, η ικανότητά του να
επιχειρηματολογεί και όχι να συμμορφώνεται μηχανικά σε «αναμενόμενες»
απαντήσεις.
4.
Σχετικά με το ζητούμενο Β3β «να βρείτε στο κείμενο πέντε παραδείγματα
μεταφορικής λειτουργίας της γλώσσας»: η ασάφεια ως προς τον τρόπο της
απάντησης γεννά ποικίλα ερωτηματικά στο βαθμολογητή που καλείται με
υποκειμενικά κριτήρια να διαπιστώσει την ακρίβεια και την πληρότητα της
απάντησης. Π.χ. η απάντηση «τα δίκτυα επικοινωνιών ισοπεδώνουν παλιές
ιεραρχίες της βιομηχανικής κοινωνίας και απομένει να δούμε αν θα
συνθέσουν νέες» δεν καθιστά σαφές ποια μεταφορά εντοπίζει ο μαθητής και ο
βαθμολογητής καλείται να κρίνει με άδηλα κριτήρια αν ο μαθητής απαντά
συνειδητά ή μηχανικά και σε ποιο βαθμό έχει κατακτήσει την έννοια της
μεταφοράς, ιδιαίτερα μάλιστα αν αντιπαραβάλει την απάντηση με άλλες στις
οποίες οι μαθητές διακρίνουν ευκρινώς τις δύο μεταφορικές χρήσεις στην
ίδια φράση.
Το
αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ή να διαφοροποιείται η κρίση των
βαθμολογητών εκεί που θα αναμενόταν το αντίθετο ή να ομογενοποιείται
τεχνητά με την αποδοχή ως ορθών όλων σχεδόν των απαντήσεων. Έτσι όμως
εξισούται ο μέτριος με τον άριστο, οπότε αφενός μεν πλήττεται η
διακριτική αξία του κριτηρίου εξέτασης αφετέρου δε αξιοδοτείται θετικά
μια λαϊκίζουσα παραχώρηση.
Είναι
απορίας άξιον γιατί η Επιτροπή των Εξετάσεων έχει εγκλωβιστεί σε
τεχνικές και διατυπώσεις των συγκεκριμένων θεμάτων τις οποίες
επαναλαμβάνει μονότονα (παρόλο που η σύνθεσή της μεταβάλλεται από καιρού
εις καιρόν). Είναι πιθανό ότι η κατά τεκμήριο επάρκεια των μελών της
δέχεται βαρύ πλήγμα από την όλη διαδικασία που ακολουθείται κατά την
επιλογή και πρώτη αξιολόγηση των θεμάτων (είναι ο χρόνος προετοιμεσίας
λιγοστός; είναι οι συνθήκες αντίξοες; είναι το
βάρος της ευθύνης μεγάλο; είναι η ανυπαρξία διαφανούς θεσμοθετημένης
διαδικασίας έκδοσης σαφών οδηγιών βαθμολόγησης μέσα από τον οποίο θα
καλύπτονταν εκ των υστέρων τα κενά και οι αβλεψίες της θεματοθέτησης;).
Όπως και να 'χει
το Υπουργείο πρέπει να παρέμβει για να υπερασπιστεί το κύρος της
επιτροπής με θεσμικές αλλαγές κι όχι με ηχηρές αποσιωπήσεις .
Επί
του προκειμένου θα ήταν άκομψο εκ μέρους μου να εισηγηθώ εναλλακτικούς
τρόπους διατύπωσης και κατάστρωσης των γλωσσικών ασκήσεων αυτού του
είδους. Αρκούμαι να παραπέμψω:
(για
την ακρίβεια της διατύπωσης και όχι μόνο) στη σχετική πρακτική που
ακολουθείται στις Παγκύπριες Εξετάσεις (Υπουργείο Παιδείας και
Πολιτισμού της Κυπριακής Δημοκρατίας ).
στο
βιβλίο των Γλωσσικών Ασκήσεων του Λυκείου, το οποίο προτείνει ποικίλες
διατυπώσεις και τεχνικές που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν δημιουργικά
ή/και να εμπλουτιστούν (Παιδαγωγικό Ινστιτούτο ).
Παναγιώτης Τσουκαλάς
Εκπαιδευτικός 6ου ΓΕΛ Νέας Ιωνίας