Το
σχολείο που βιώσαμε στη μεταπολεμική Ευρώπη και μετά τη μεταπολίτευση
στην Ελλάδα, πέρα από τα προβλήματα και τις δυσλειτουργίες ή και τους
εκφυλισμούς του, είναι ένα σχολείο βασισμένο στη λογική του κράτους
πρόνοιας και της κοινωνικής ενσωμάτωσης όλων, άρα στις αρχές της
κοινωνικής ισότητας, των καθολικών δικαιωμάτων και της ισοπολιτείας. Στη
βάση αυτή οργανώθηκε ιεραρχικά και γεωγραφικά, χρηματοδοτήθηκε από
κρατικούς πόρους, υλοποίησε κοινά σε εθνικό επίπεδο προγράμματα και ίδια
για όλους σχολικά βιβλία, προέβαλε την αυτονομία των εκπαιδευτικών,
ρύθμισε τις παιδαγωγικές πρακτικές και τις μεθόδους αξιολόγησης: τα
χαρακτηριστικά ενός ενιαίου, αν και όχι απολύτως, σχολείου.
Τον
μετασχηματισμό αυτού του σχολείου προετοιμάζει η πολιτική ηγεσία του
υπ. Παιδείας, όπου εντάσσονται οι καταργήσεις εκατοντάδων σχολείων,
κυρίως επαρχιακών περιοχών, και η αντίστοιχη δημιουργία μεγάλων σχολικών
μονάδων - κατʼ ευφημισμό «συνενώσεις» σχολείων, αντί του αρνητικά
φορτισμένου όρου «καταργήσεις» σχολείων. «Συνενώσεις», οι οποίες
αποτελούν προϋπόθεση για την εφαρμογή του νέο-φιλελεύθερου οράματος για
το σχολείο ή για το «νέο» σχολείο, όπως έχει αποκληθεί στις
διαφημιστικές κυβερνητικές διακηρύξεις. Ενός σχολείου, το οποίο
βασίζεται στη λογική της επιχειρηματικότητας, η οποία αγνοεί το
κοινωνικό κόστος, της εκ των υστέρων πιστοποίησης γνώσεων και
δεξιοτήτων, η απόκτηση και η ανάπτυξη των οποίων είναι πρωτίστως υπόθεση
ατομικών επιλογών μέσα σε ένα δεδομένο, όμως, εκπαιδευτικό πλαίσιο που
προωθεί «νέες» γνώσεις αναγκαίες στην οικονομία του πληροφορικού
καπιταλισμού και «νέες» συμπεριφορές απαραίτητες στον οικονομικό
ανταγωνισμό της επιχειρηματικής ιδιοτέλειας. Αυτό το σχολείο, για να
λειτουργεί ως εκπαιδευτική αγορά, έστω και κατʼ αρχήν δωρεάν υπηρεσιών,
απαιτεί μεγάλο μέγεθος.
Σʼ
αυτή τη λογική η κ. Διαμαντοπούλου ισχυρίζεται χαμηλόφωνα ότι οι
«συνενώσεις» γίνονται για παιδαγωγικούς λόγους, ενώ παράλληλα προβάλλει
επιχειρήματα περί ορθολογικής οικονομικής διαχείρισης και περιστολής
δαπανών. Επιχειρήματα τα οποία είναι τουλάχιστον υποκριτικά όταν
εκφέρονται από την ηγεσία ενός κατʼ εξοχήν σπάταλου υπουργείου, με δύο
υπουργούς, δύο υφυπουργούς και πολυάριθμους συμβούλους.
Οι
περιστολές δαπανών ή και ο χειρισμός πραγματικών οργανωτικών
προβλημάτων αποτελούν το προπέτασμα καπνού για τη συγκάλυψη των
νέο-φιλελεύθερων πολιτικών επιλογών. Το πρόβλημα, το οποίο διατείνεται
ότι θα επιλύσει η ηγεσία του υπ. Παιδείας με τις «συνενώσεις» σχολείων,
δεν είναι ούτε οργανωτικό ούτε οικονομικό. Τα μεγάλα σχολεία έχουν πολύ
περισσότερα και πολύ πιο σύνθετα οργανωτικά προβλήματα, ενώ η μείωση των
δαπανών είναι ουσιαστικά μεταφορά δαπανών από τη λειτουργία του
σχολείου στη μετακίνηση των παιδιών και από τις κρατικές, του σχολείου,
στις ιδιωτικές δαπάνες των γονιών. Η επιλογή των «συνενώσεων» είναι
επιλογή απολύτως πολιτική και εντάσσεται σε ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης της
εκπαίδευσης με απώτερες στοχεύσεις και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Από
την οπτική αυτή μας αφορά όλους -και όχι μόνο τους κατοίκους των
περιοχών στις οποίες καταργούνται σχολεία-, όχι μόνο γιατί σήμερα θα
εντείνει τις γεωγραφικές και κοινωνικές εκπαιδευτικές ανισότητες, αλλά
και γιατί αύριο το «νέο» σχολείο, που θα οικοδομηθεί στις επιλογές
αυτές, θα διαμορφώνει «νέους ανθρώπους», για τους οποίους οι κοινωνικές
ανισότητες θα είναι αυτονόητα δεδομένα· δεν θα αποτελούν πρόβλημα προς
επίλυση.
* O Δ. Χασάπης διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Αθηνών